Η σκοτεινή ομολογία της Κλάρα Ντόνοβαν - 3. Η εκλεκτή;

The Chosen One Painting by Buck Buchheister


3. Η εκλεκτή;



Άσε με να σου συνεχίσω την ιστορία μου όμως. Πίστεψε με όλα στο τέλος θα βγάλουν νόημα.
Εγκλωβισμένη όπως ήμουν ανάμεσα στον τούβλινο τοίχο και την πόρτα και μη έχοντας άλλη εναλλακτική, γύρισα και αντίκρισα την ξύλινη πόρτα. Η φωνή σταμάτησε να ακούγεται, πλέον ένας υπόκωφος αχός βούιζε στα αυτιά μου και ένα βαρύ πέπλο ομίχλης άρχισε να αναδύεται απ' το έδαφος. Πάνω στην πόρτα υπήρχε το ίδιο σύμβολο που είχα δει και πριν. Όμως εδώ κάτι ήταν διαφορετικό. Τα σκοτεινά μάτια της μορφής έλαμπαν με έναν συγχρονισμένο βόμβο και τα σύμβολα που περιστοίχιζαν τον κύκλο, και αυτά με την σειρά τους άρχισαν να λάμπουν σε μια παράξενη ακολουθία. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, πάνω στην πόρτα δεν υπήρχε κανένα πόμολο, τίποτα έτσι ώστε να ανοίξω την πόρτα και να απεγκλωβιστώ από την στενή φυλακή που βρισκόμουν. Τα σύμβολα συνέχιζαν τον παράξενο φωτεινό συνδυασμό τους. Αποφάσισα να ακολουθήσω με το δάκτυλο μου την ακολουθία. Με το που πάτησα το πρώτο σύμβολο που έλαμπε εκείνη την στιγμή, αυτό μπήκε μέσα σε μια αόρατη εσοχή και ένας ήχος μεταλλικός ακούστηκε εσωτερικά. Κατάλαβα πως μπροστά μου είχα ένα είδος κλειδαριάς. Πάτησα όλα τα σύμβολα ακριβώς με την σειρά που φωτίζονταν. Στο τελευταίο σύμβολο που πάτησα ένας συνεχόμενος μεταλλικός ήχος ακούστηκε και με ένα αργόσυρτο τρίξιμο άρχισε να ανοίγει η πόρτα. Ένα πυκνό σύννεφο από σκόνη αιώνων ελευθερώθηκε με ορμή πάνω στο πρόσωπο μου. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και βρισκόμουν εκεί κοκαλωμένη να προσπαθώ να διακρίνω το οτιδήποτε μες στο σκοτάδι. Μπήκα μέσα ψηλαφίζοντας με τα χέρια μου τον τοίχο, ήταν υγρός και με μια σαγρέ υφή. Την στιγμή που πέρασα το κατώφλι του σκοτεινού δωματίου η πόρτα πίσω μου έκλεισε με έναν δυνατό κρότο, γύρισα ενστικτωδώς και άρχισα να την χτυπάω. Ένιωθα τα χέρια μου να ματώνουν από την δύναμη που χτυπούσα. Εκείνη την στιγμή άκουσα ξανά την παιδική φωνή, ήταν λες και κάποιος μιλούσε ακριβώς δίπλα στο αυτί μου.
«Κυρία, επιτέλους ήρθατε. Πρέπει να μας βοηθήσετε, μόνο εσείς μπορείτε».
Πιστεύω καταλαβαίνεις την έκπληξη και τον τρόμο που ένιωσα εκείνη την στιγμή. Η φωνή του άγνωστου παιδιού μου είχε παγώσει το αίμα. Προσπαθούσα να αποφασίσω τι έπρεπε να κάνω, είτε θα γύριζα και θα αντίκριζα ένας θεός ξέρει τι, είτε θα προσπαθούσα να ζητήσω εξηγήσεις από μια αόρατη φωνή. Δεν έκανα τίποτα από τα δύο, δεν πρόλαβα δηλαδή. Ένιωσα ένα κρύο χέρι στον ώμο μου να με πιάνει, με γύρισε με το ζόρι προς την μεριά που δεν ήθελα. Έκλεισα με φόβο τα μάτια μου, δεν ήθελα να δω τι βρισκόταν πίσω μου. Ένιωσα μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπο μου, δεν έβρισκα το θάρρος να ανοίξω ακόμα τα μάτια μου.
Άκουσα τότε την ίδια παιδική φωνή, μόνο που τώρα είχε μια εντελώς διαφορετική χροιά - μια πιο απόκοσμη- να με διατάζει να ανοίξω τα μάτια μου. Δεν ήθελα, όμως ήταν σαν κάποιος να μου τράβαγε με το ζόρι τα βλέφαρα. Στο τέλος τα άνοιξα. Μπροστά μου έβλεπα ένα μικρό παιδί με γαλάζια μάτια και ξανθά μαλλιά να με κοιτάει με ένα αθώο βλέμμα, δεν μπορούσα να συσχετίσω την φωνή που άκουσα πριν με αυτήν την μορφή.
«Κυρία, πρέπει να μας σώσετε, κινδυνεύουμε».
Προσπάθησα να μιλήσω όμως από το στόμα μου δεν έβγαινε κανένας ήχος.
«Σας ακούω, δεν χρειάζεται να πείτε τίποτα. Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ακούει τα πάντα Εκείνος».
Βλέπω πως ξεροκαταπίνεις και χασμουριέσαι, πρέπει όμως να δώσεις την δέουσα προσοχή σ ‘αυτά που έχω να σου εξιστορήσω ώστε να καταλάβεις τι είχα αντιμετωπίσει τότε, ώστε να μπορέσεις να συνθέσεις το παζλ της ύπαρξης μου.
Αφού δεν μπορούσα να μιλήσω, σκέφτηκα τι ήθελα να πω στο "αγγελικό" παιδί που έβλεπα μπροστά μου.
«Μπορείτε να μας βοηθήσετε εξοντώνοντας το κακό που έχει εγκατασταθεί στο χωριό μας εδώ και έναν αιώνα. Εσείς είστε η εκλεκτή».
Καλά άκουσες, έναν αιώνα, ούτε εγώ το πίστεψα στην αρχή, και σίγουρα δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήμουν εγώ η ”εκλεκτή” για κάτι. Όμως τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην συνέχεια με έκαναν να πιστέψω.
Δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου, έβλεπα μπροστά μου ένα όραμα που μου μίλαγε για ένα αρχαίο κακό και πως εγώ είχα έναν καταλυτικό ρόλο σε όλο αυτό το τρομακτικό χάος. Ήθελα να φύγω από' κει μέσα, δεν ήθελα να ακούσω περαιτέρω, δεν ήθελα να αναλάβω καμιά τέτοια ευθύνη. Εκείνη την στιγμή το παιδί που είχα μπροστά μου άρχισε να ουρλιάζει δυνατά, να κλαίει και να πιάνει με τα χέρια του όλο του το κορμί. Πισωπάτησα και το κοίταζα με φόβο, δεν ήξερα τι θα γινόταν στην συνέχεια. Έβαλα και τα δύο μου χέρια στην πόρτα και προσπάθησα, μάταια, να την ανοίξω. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου απ’ το παιδί, το οποίο είχε αρχίσει να συσπάτε και ένα περίεργο υγρό να βγαίνει από το στόμα του. Πήγαινα να τρελαθώ, έσπρωχνα με πιο πολύ δύναμη την πόρτα. Για μια στιγμή το πρόσωπο του παιδιού γαλήνεψε πάλι, με κοίταξε και είπε: «Πρέπει να μας βοηθήσεις, ψάξε να βρεις τον πάτερ Καρλ...». Δεν συνέχισε, το πρόσωπο άρχισε να φουσκώνει ώσπου έσκασε μπρος στα έντρομα μάτια μου. Άρχισα να ουρλιάζω και να σπρώχνω την πόρτα ώσπου εκείνη την στιγμή άνοιξε ως διά μαγείας και βρέθηκα έξω, στον ίδιο σκοτεινό δρόμο που βρισκόμουν πριν, μόνο που τώρα τίποτα δεν τον εμπόδιζε. Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή, το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει και ξεκίνησε να με καταβάλει μια παράνοια για τα πράγματα που αναγκάστηκα να δω και να ακούσω. Τα πάντα φαινόντουσαν τόσο ζωντανά, όμως δεν ήξερα κατά πόσο έπρεπε να τα πιστέψω. Γνώριζα πως βρισκόμουν σε απελπιστική κατάσταση και πως σίγουρα όλα αυτά μπορεί και να οφείλονταν στην έντονη καταπόνηση του κορμιού και του μυαλού μου. Ξέσπασα σε κλάματα, βρισκόμουν εντελώς μόνη σε ένα αφιλόξενο μέρος και το μυαλό μου έπαιζε επικίνδυνα παιχνίδια, ώσπου αποκοιμήθηκα εξαντλημένη στο μέρος που είχα πέσει.
Έτσι όπως βρισκόμουν ξαπλωμένη στο πλακόστρωτο δρόμο ένιωθα ανακουφισμένη, οι ευεργετικές ιδιότητες του Μορφέα είχαν διώξει μακριά όλον αυτόν τον τρόμο που είχα βιώσει. Όμως δεν ήταν γραφτό μου να κρατήσει για πολύ. Κάποιες μελωδικές φωνές με έβγαλαν έξω από την ασφαλή κατάσταση στην οποία βρισκόμουν, σηκώθηκα βάζοντας τα δύο μου χέρια κάτω και σηκώθηκα. Οι φωνές ερχόντουσαν από την πλατεία, φοβόμουν να πάω προς τα εκεί όμως, ήμουν εξαντλημένη αρκετά και δεν είχα το κουράγιο να αντικρίσω το οτιδήποτε περίεργο. Συνάμα όμως μια διαβολεμένη έμφυτη περιέργεια δεν μ ‘άφηνε σε ησυχία, ήθελα να δω και περισσότερο απ’ όλα ήθελα να βρω το άτομο που θα μου έλυνε το μυστήριο, αν υπήρχε δηλαδή. Σηκώθηκα στα δύο μου πόδια και τρεκλίζοντας οδήγησα το σώμα μου προς την πλατεία. Έβαλα το κορμί μου σε τέτοιο σημείο ώστε να μην με δει κανένας. Περίπου σαράντα άτομα προχωρούσαν με ρυθμικό βηματισμό προς το κέντρο της πλατείας, στο σημείο όπου βρισκόταν το τεράστιο άγαλμα. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω αν επρόκειτο για άντρες ή γυναίκες μιας και όλοι φορούσαν έναν μανδύα και τα κεφάλια τους ήταν σκεπασμένα με κουκούλα. Τα πρόσωπα τους ήταν καλυμμένα δε με κάτι περίεργες μάσκες, δεν μπορούσα να διακρίνω τι ακριβώς αναπαριστούσαν. Στα χέρια τους κρατούσαν αναμμένες δάδες. Μόνο όταν έφτασαν αρκετά κοντά στο άγαλμα και σε μένα μπόρεσα να ακούσω το περιεχόμενο των φωνών. Ήταν οι ίδιες σατανικές ψαλμωδίες που είχα ακούσει στο καράβι, σάστισα, οι παλμοί της καρδιάς μου χτύπαγαν σε ακανόνιστο ρυθμό, ήθελα να ουρλιάξω - να ξυπνήσω από αυτόν τον τρομακτικό εφιάλτη. Έβαλα το χέρι μου στο στόμα ως ένα μέσο να καταπνίξω τον φόβο μου, δεν ήθελα να γίνω αντιληπτή από εκείνο το περίεργο τσούρμο "πιστών». Με το που έφτασαν στην βάση του αγάλματος σχημάτισαν έναν κύκλο γύρω του αρκετά μεγάλο ώστε μέσα να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά. Οι ψαλμωδίες συνεχίζονταν αλλάζοντας ένταση και τόνο. Είχαν σηκώσει όλοι τα χέρια τους ψηλά προς το άγαλμα και τα κουνούσαν με κυκλικές κινήσεις. Ξαφνικά σταμάτησαν, τρόμαξα και ήθελα να κρυφτώ, νόμιζα πως με είχαν καταλάβει. Όμως όχι, παρέμεναν στο ίδιο σημείο χωρίς να κουνιούνται καθόλου. Πέρα από την φωτιά που τσιτσίριζε δεν ακουγόταν κανένας άλλος ήχος, μια περίεργη νεκρική σιγή της φύσης. Ένας μουχλιασμένος αέρας φύσηξε τότε και πάνω από το άγαλμα εμφανίστηκε η ίδια σκοτεινή φιγούρα που είχα δει και στο πλοίο. Βρισκόταν στην κορυφή του αγάλματος κρατώντας τα χέρια της ανοιχτά, όπως και τότε. Οι πιστοί άρχισαν να μουρμουρίζουν μια πένθιμη μελωδία και να γυρίζουν τα σώματα τους προς την μεριά του χωριού.
Κοίταξα προς την μεριά που είχαν γυρίσει. Πραγματικά σου λέω πως δεν ήμουν έτοιμη για την αποτρόπαια μυσταγωγία που θα εξελισσόταν μπροστά στα έντρομα μάτια μου.
Τέσσερις γυναίκες γυμνές, με μάσκες να καλύβουν το πρόσωπό τους, προχωρούσαν με αργό βήμα προς το άγαλμα, εκεί που περίμεναν οι μασκοφορεμένοι ακόλουθοι. Κρατούσαν κάτι στα χέρια τους το οποίο εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να διακρίνω, και οι ίδιες έψελναν την ίδια πένθιμη μελωδία. Μόνο όταν έφτασαν δίπλα στο άγαλμα και έβαλαν αυτό που κρατούσαν στο χώμα μπόρεσα να δω τι ήταν. Στο ξύλινο πανέρι κειτόταν ένα μωρό.
Οι γυναίκες ενώθηκαν με το υπόλοιπο πλήθος. Ένας από τους μασκοφορεμένους σήκωσε το μωρό στα χέρια του και το ύψωσε ψηλά προς την σκοτεινή φιγούρα που αιωρούνταν στον σκοτεινό ουρανό. Οι φωνές και οι ψαλμωδίες είχαν ενωθεί συνθέτοντας μια σκοτεινή συμφωνία θανάτου. Εκείνη την στιγμή, καθώς το μωρό έκλαιγε, η σκοτεινή φιγούρα απέκτησε το διπλάσιο μέγεθος βγάζοντας μια υπόκωφη κραυγή. Ο μασκοφορεμένος τοποθέτησε το μωρό μπροστά από την επιγραφή του αγάλματος και πήρε θέση στον κύκλο που είχε σχηματιστεί. Όλοι σήκωσαν τα χέρια στον ουρανό, προς την σκοτεινή φιγούρα, οι ψαλμωδίες ακούγονταν όλο και πιο έντονες, όλο και πιο σκοτεινές. Άλλη μια υπόκωφη κραυγή βγήκε, ακόμα πιο δυνατή. Πάνω στον σκοτεινό ουρανό σχηματίστηκε μια περίεργη σπείρα – ένα είδος πύλης, μέσα της φαινόταν ένας άλλος κόσμος, μια υδάτινη πόλη ίσως, δεν μπορούσα να καταλάβω. Μια ακόμη πιο βροντερή κραυγή φώτισε την σπείρα και από μέσα πετάχτηκε ένας κεραυνός με κατεύθυνση τον βωμό όπου είχαν τοποθετήσει το μωρό. Έβαλα το χέρι στο στόμα μου και μετά βίας συγκρατούσα τον εαυτό μου από το να ουρλιάξει και να τρέξει μακριά από αυτήν την παράνοια, από αυτήν την κτηνωδία. Από τον βωμό, που άχνιζε από την ένταση του κεραυνού, υψώθηκε μια περίεργη φωτεινή αύρα και κατευθύνθηκε προς την αιωρούμενη φιγούρα.
Πίστεψε με όταν σου λέω πως έμοιαζε σαν να ρουφούσε την ψυχή κάποιου, αν υπάρχει κάτι τέτοιο δηλαδή. Όταν και το τελευταίο ψήγμα της αύρας καταναλώθηκε η φιγούρα διεύρυνε τα μέλη της και διακεκομμένα μου φάνηκε λες και αποκτούσε μια πιο φυσική μορφή, ή ίσως και πάλι να το φαντάστηκα. Άλλωστε όλα αυτά ήλπιζα βαθιά μέσα μου να είναι μια οφθαλμαπάτη, ένα κατρακύλισμα του ταλαιπωρημένου μου μυαλού. Και αν ως τότε απλά το ήλπιζα τότε το ήθελα όσο τίποτε στον κόσμο.
Με μια αδέξια από μέρους μου κίνηση κομμάτια από τον τοίχο όπου βρισκόμουν έφυγαν συνθέτοντας μια αλυσιδωτή αλληλουχία θορύβων. Οι ψαλμωδίες σταμάτησαν απότομα, η σκοτεινή φιγούρα εξαφανίστηκε μέσα στην σπείρα, και σύσσωμο το μασκοφορεμένο πλήθος γύρισε προς την μεριά από οπού προήλθε ο θόρυβος, προς την μεριά που βρισκόμουν εγώ. Πανικός και τρόμος με κατέβαλε. Δεν κάθισα να δω την αντίδραση του πλήθους σε κάποια που παρακολουθούσε κρυφά την αηδιαστική μυσταγωγία τους. Ξεκίνησα να τρέχω προς άγνωστη κατεύθυνση, τα πόδια μου στην αρχή συμπεριφερόντουσαν σαν ξένα σώματα που βρίσκονταν προσκολλημένα πάνω στο κορμί μου, όμως έπειτα από μερικές δρασκελιές επανήλθαν στην θέση τους και εκτέλεσαν άψογα την εντολή που είχα δώσει.
Τολμώ να σου πω πως τόσο πολύ όσο εκείνη την μέρα δεν έχω ξανατρέξει. Όμως οι άγριες και απειλητικές φωνές που με ακολουθούσαν δεν μου άφηναν άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγω μακριά, να ξεφύγω από τον επικείμενο θάνατο μου.

Σχόλια

Τα καλύτερα