Ανθρώπινα παιχνίδια, Μέρος 6ο



Μέρος 6ο


26 Ιουνίου 1987

  Η υπέροχη ηρεμία της καλοκαιριάτικης ημέρας σύντομα χάλασε από τα βίαια κορναρίσματα και τον ήχο της σειρήνας. Το πυροσβεστικό όχημα έτρεχε πάνω στην λεωφόρο Κρόουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Νωρίς το πρωί, ήταν σχεδόν βράδυ, είχαν λάβει μια κλήση για μια φωτιά που είχε πάρει μεγάλη έκταση πολύ γρήγορα. Οι κάτοικοι σύμφωνα με τις μετέπειτα μαρτυρίες είδαν να βγαίνει ένας μαύρος καπνός με μία έντονη μυρωδιά. Προσπαθούσαν να σβήσουν με κάθε τρόπο την φωτιά για πολλή ώρα πριν έρθει το πυροσβεστικό όχημα. Οι πυροσβέστες μετά το ίδιο, ο μαύρος καπνός που έβγαινε τους έπνιγε και έκανε την κατάσβεση πολλή δύσκολή.
  Όταν έφτασε το πυροσβεστικό όχημα στο σημείο που τους είχαν υποδείξει είδαν έντρομοι πως η φωτιά είχε επεκταθεί ήδη στις παρυφές των γειτονικών σπιτιών. Το μικρό πυκνόφυλλο μονοπάτι που οδηγούσε στο σπίτι της οδού Ρόουζλαντ 55 καιγόταν, ο μαύρος καπνός έκανε την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνιχτική. Έβγαλαν ταχέως τις μάνικες και άρχισαν να ανοίγουν δρόμο μέσα από το πύρινο τοίχος. Σήμερα ήταν από τις μέρες εκείνες που θα έβγαζαν με κόπο το μεροκάματο τους.
  Μετά από οχτώ εφιαλτικές ώρες παλεύοντας με την ατίθαση φωτιά κατάφεραν να την σβήσουν. Είχαν έρθει άμεσα και ενισχύσεις να βοηθήσουν στην κατάσβεση. Κάποιοι πυροσβέστες έριχναν νερό ακόμα περιμετρικά του οικοπέδου έτσι ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος αναζωπύρωσης. Τώρα που η φωτιά είχε σβήσει είχε φτάσει η ώρα να αναλάβει ο σερίφης, να βρει τα αίτια της φωτιάς που χωρίς την έγκαιρη αποφασιστικότητα των κατοίκων και των πυροσβεστών θα εξελισσόταν σε μεγάλη τραγωδία για την μικρή τους επαρχία.

26 Ιουνίου 1987

(Την ίδια στιγμή σε μια σκοτεινή στοά στην οδό Ντορκ)
  Άκουγε τις σειρήνες να ηχούν παρόλο που δεν μπορούσε να ακούσει όπως παλιά, μόνο το ένα της αυτί ήταν πλέον λειτουργικό. Γνώριζε για ποιον λόγο ηχούσαν όμως και χάρηκε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ακόμα ήταν ζωντανή, πως είχε ξεφύγει από το τέρας που την βασάνιζε χωρίς κανένα ενδοιασμό. Δεν μπόρεσε όμως να σώσει καμία από τις άλλες, ήταν όλες του νεκρές από τα φρικτά βασανιστήρια. Από την άλλη όμως θεώρησε πως ήταν καλύτερα να μην τις έβρισκαν έτσι όπως τις είχε καταντήσει εκείνο το βδέλυγμα. Και μόνο στην θύμηση ανατρίχιασε, τουλάχιστον το μισό της κορμί, αυτό που ακόμα αισθανόταν κάτι. Είχε κάνει καλά που έκαψε το κάθαρμα, του άξιζε.

12 Σεπτέμβρη 1984

  Λίγο πριν τις 8 το πρωί οι δύο επίδοξοι ντετέκτιβ στεκόντουσαν μπροστά από την ετοιμόρροπη σκονισμένη πόρτα της οδού Ρόουζλαντ 55. Το είχαν αποφασίσει από το γραφείο ακόμα πως ο ένας τους θα ασχολούνταν με την ανάκριση του περίεργου τύπου και ο άλλος θα έψαχνε με την ησυχία περιμετρικά το οικόπεδο για τυχών ίχνη, μια τελικά όχι και τόσο σοφή επιλογή από μέρους τους όπως θα αποδεικνυόταν μετέπειτα.
  Αναγκάστηκε και πάλι να χτυπήσει δύο φορές την πόρτα προτού ακούσει τα βήματα του Φράνσις να πλησιάζουν. Η σκόνη που βγήκε από τα χτυπήματα της πόρτας τον έπνιξε και έβηξε δυνατά. Ο Φράνσις στεκόταν στην πόρτα και περίμενε να τελειώσει με το βήξιμο, τον κοίταζε συνοφρυωμένος με τα νεύρα του να είναι στην τσίτα. Φαινόταν ήρεμος όμως, το περίμενε πως θα γυρίσουν και είχε προετοιμαστεί. Μέτα τον έντονο βήχα ο ντετέκτιβ κοίταξε στα μάτια τον Φράνσις, έβγαλε από την τσέπη του το ένταλμα και το έτεινε μπροστά από το πρόσωπο του.
  «Καλημέρα κύριε Ρούιζ, όπως είπαμε ήρθα με το ένταλμα. Θα ήθελα να περάσω στο σπίτι σας και να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις τώρα».
  Ο Φράνσις τέντωσε το κεφάλι του, δεν μπόρεσε να δει τον άλλο ντετέκτιβ, κρύος ιδρώτας τον έλουσε, του πέρασε από το μυαλό μήπως του είχαν στήσει καμία παγίδα.
  «Που είναι ο συνεργάτης σας;»
  «Δυστυχώς είναι λίγο αδιάθετος σήμερα, όμως η δουλειά πρέπει να γίνει κ. Ρούιζ, αν δεν έχετε αντίρρηση».
  «Φυσικά και όχι, αφού ήρθατε με το ένταλμα σας δεν γίνεται να σταθώ εμπόδιο στην δουλεία σας. Αυτό είναι κάτι που με νευριάζει πάρα πολύ όταν συμβαίνει σε ‘μένα».
  Παραμέρισε το χέρι του και άνοιξε την πόρτα ίσα για να περάσει μέσα ο ντετέκτιβ, κοίταξε καχύποπτα τον γύρω χώρο. Τα πράγματα δεν είχαν εξελιχθεί όπως περίμενε, είχε έρθει μοναχός του. Σκυθρώπιασε ακόμα περισσότερο, γύρισε και μπήκε μέσα στο σπίτι. Είπε στον ντετέκτιβ να καθίσει στο σαλόνι ενώ ο Φράνσις πήγε προς την κουζίνα να πάρει δύο άδεια ποτήρια.


 
  Με αργές και υπολογισμένες κινήσεις προσπαθούσε να προχωρήσει χωρίς να κάνει κανέναν θόρυβο. Αποφεύγοντας τα κλαδιά που βρίσκονταν διάσπαρτα ανάμεσα στο πυκνό χορτάρι, έφτασε στην πίσω αυλή. Η μυρωδιά και εδώ ήταν ανυπόφορη, μία μίξη οσμών που δεν μπορούσε να τις κατατάξει κάπου.
  Η πίσω αυλή ήταν στα ίδια χάλια, με την ίδια ποσότητα πυκνού χορταριού, έμοιαζε σαν να έχει να κοπεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Από το έδαφος εξείχαν κάποια βουνά χώματος διάσπαρτα σε διαφορετικά σημεία της πίσω αυλής, λες και κάποιος τα είχε συσσωρεύσει επίτηδες έτσι. Του ήταν πολύ δύσκολο με όλο αυτό το χορτάρι να δει τι υπήρχε κάτω από το συσσωρευμένο χώμα.
  Χρειαζόταν πιο πολύ χρόνο, κάτι που αυτή την στιγμή δεν διέθετε. Καθώς προχώραγε, με το ίδιο αργό και προσεκτικό βήμα, ένιωσε το πόδι να σκαλώνει σε ένα άγνωστο ακόμα αντικείμενο. Δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, όμως στο επόμενο του βήμα το πόδι του ξανά σκάλωσε και ύστερα ξανά.
Σταμάτησε και έσκυψε πάνω από το συγκεκριμένο σημείο. Έβγαλε από την τσέπη του ένα ζευγάρι γάντια μίας χρήσεως και τα φόρεσε. Έβαλε το χέρι του μέσα στο πυκνό χορτάρι και ψαχούλεψε μέχρι να βρει το αντικείμενο που σκόνταψε. Στην αρχή καταλάβαινε πως έπιανε μόνο χώμα, έσυρε το χέρι αριστερά και δεξιά και τότε το βρήκε. Το έπιασε στο χέρι του, ήταν μεγάλο, και το σήκωσε. Ήταν ένα χέρι πλαστικής κούκλας βιτρίνας. Έσκυψε ξανά, ψαχούλεψε στο έδαφός και βρήκε ένα ακόμη. Τι στο διάολο αρρωστημένο βίτσιο είχε αυτός ο τύπος, αναρωτήθηκε.
  Στα αριστερά του είδε την ξύλινη διπλή πόρτα του υπογείου. Ήταν κλειδωμένη με ένα μεγάλο λουκέτο. Παρατήρησε πως το λουκέτο δεν είχε επάνω του ίχνη σκουριάς, στην πραγματικότητα φαινόταν σαν καινούργιο, κάτι που σήμαινε πως ο Φράνσις χρησιμοποιούσε συχνά αυτήν την πόρτα. Ήθελε να δει τι βρισκόταν εκεί κάτω, αν και δεν είχαν συμφωνήσει για κάτι τέτοιο. Έβγαλε τα σύνεργα για την παραβίαση κλειδαριών, την άνοιξε σε απειροελάχιστο χρόνο χωρίς ιδιαίτερο κόπο.



  Μέσα στο σπίτι η συζήτηση συνεχώς κατέληγε σε αδιέξοδο. Για όλες τις ερωτήσεις του ντετέκτιβ ο Φράνσις είχε την ανάλογη απάντηση που δεν σήκωνε περαιτέρω λόγια. Ο ντετέκτιβ το καταλάβαινε πως ο Φράνσις ήταν προετοιμασμένος και διαβασμένος για την σημερινή μέρα. Δεν γνώριζε τι έκανε ο συνάδελφός του, κοίταζε επίμονα το μοναδικό παράθυρο που δεν ήταν κλεισμένο με σανίδες μήπως τον δει, έτσι όπως είχαν συμφωνήσει. Ο Φράνσις έβλεπε το αφηρημένο βλέμμα του ντετέκτιβ και αυτός με την σειρά του έριχνε κλεφτές ματιές προς το ίδιο μέρος, η καχυποψία μεγάλωνε όλο και πιο πολύ.
  Με το που άνοιξε την πόρτα του υπόγειου η αποπνιχτική μυρωδιά έπεσε σαν ένα βαρύ πέπλο επάνω του, παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις του, συγκρατήθηκε όμως. Κατέβηκε τα σκαλιά μέχρι το σημείο που έπεφτε ο ήλιος, ύστερα έβγαλε τον φακό του και συνέχισε με προσοχή.
  Δεν μπορούσε να περιμένει άλλο και το πιο σημαντικό δεν είχε να του κάνει άλλες ερωτήσεις. Μα που είχε χαθεί ο άλλος ο κρετίνος, ήλπιζε τουλάχιστον να έχει βρει κάτι. Ζήτησε από τον Φράνσις αν μπορούσε να ρίξει μια ματιά στο σπίτι, ο Φράνσις συμφώνησε πήγαιναν όλα βάσει του σχεδίου του, τον είχε φέρει στην κατάσταση ακριβώς που τον ήθελε.
  Με τον φακό σάρωνε τον χώρο προσεκτικά, δεν ήθελε να κάνει τον παραμικρό θόρυβο. Με το που τελειώσαν τα σκαλιά σήκωσε τον φακό του ώστε να φωτίσει το δωμάτιο. Είδε τους τοίχους και το πάτωμα, καλυμμένα αμφότερα με αίμα μάλλον. Πέντε αδειανά κλουβιά υπήρχαν στην γωνία του υπόγειου και ένα είδος φορείου λίγο πιο πέρα. Πλησίασε προς το καζάνι στο κέντρο, αυτή η εμετική μυρωδιά ερχόταν από εκεί. Ένα ανατριχιαστικό και τρομακτικό σοκ τον κυρίευσε και αν δεν ήταν η επαγγελματική του περιέργεια στην μέση θα είχε φύγει από εκείνο το κολαστήριο τρέχοντας. Πάνω στο φορείο ήταν κάποιος, δεν μπορούσε να διακρίνει, κατευθύνθηκε δειλά προς τα ‘κει.
  Προσπαθούσε να παρατηρήσει το σπίτι όσο καλύτερα μπορούσε. Όλα ήταν έτσι όπως έπρεπε, δεν μπορούσε να πιαστεί  από πουθενά και όμως του όλη του η συμπεριφορά θύμιζε άνθρωπο ένοχο, το ένστικτο του ποτέ δεν το πρόδιδε, εκτός ίσως από τώρα. Ο Φράνσις προχωρούσε ξωπίσω του υπομονετικά, η στιγμή του έφτανε.
  Στο φορείο πάνω υπήρχε μια κοπέλα, πιθανόν αυτή που έψαχναν. Έριξε το φως επάνω της, το κορμί της γυάλιζε παράξενα, οι αρθρώσεις της ήταν σπασμένες και διαπερασμένες με μέταλλο. Καθώς έφτασε στο κεφάλι, του ήρθε η τάση προς εμετό για πολλοστή φορά. Το καπέλο του κρανίου της έλειπε και ο εγκέφαλος της βρισκόταν σε κοινή θέα. Το φως έπεσε στο μοναδικό της μάτι, η κενή κόγχη βρισκόταν στο άλλο. Ξαφνικά η ‘’κοπέλα’’ έβγαλε μια διαπεραστική ρογχιαία κραυγή πόνου και θανάτου.
  Ο Φράνσις ακούγοντας την κραυγή αναστατώθηκε. Ο ντετέκτιβ γύρισε προς το μέρος του βγάζοντας συγχρόνως το όπλο του, το ένστικτο του τελικά είχε δίκιο. Ο Φράνσις τον πρόλαβε όμως, η σφαίρα καρφώθηκε στο κεφάλι του ρίχνοντας τον στο πάτωμα. Χωρίς να χρονοτριβήσει άνοιξε την πόρτα του υπόγειου και κατέβηκε κάτω, είδε την φιγούρα του ντετέκτιβ να προσπαθεί να ξεφύγει προς την έξοδο. Σημάδεψε με το όπλο του και πυροβόλησε, η δεύτερη σφαίρα τον πέτυχε στην πλάτη και έπεσε με το πρόσωπο στα ξύλινα σκαλιά. Πόναγε και δεν μπορούσε να κουνηθεί, έπρεπε να τον είχε πετύχει στα νεύρα του. Ο Φράνσις έφτασε από πάνω του και τον σημάδεψε στο κεφάλι.
«Εγώ είμαι ο Θεός και ο δημιουργός. Κανείς δεν μπορεί να μου μπει εμπόδιο στα σχέδια μου. Πρέπει να βρω αυτά που μου στερήθηκαν, πρέπει να δημιουργήσω και πρέπει να καταστρέψω».
Με το που τελείωσε τον μονόλογο του πάτησε την σκανδάλη και η σφαίρα καρφώθηκε στο κεφάλι του.  

Σχόλια

Τα καλύτερα