Ανθρώπινα παιχνίδια, Μέρος 5ο







Μέρος 5ο




7 Σεπτέμβρη 1984

  Φρέσκοι μετά από έναν καλό ύπνο και ένα γενναίο πρωινό κίνησαν να βρουν το σπίτι της οικογένειας Ρούιζ, στην οδό Ρόουζλαντ 55. Ύστερα από σχεδόν 8 χιλιόμετρα δυτικά της λεωφόρου Κρόουν βρήκαν την οδό που έψαχναν. Είχαν ελαττώσει ταχύτητα και πρόσεχαν και οι δύο τον δρόμο για να μπορέσουν να δουν το νούμερο. Όλα τα σπίτια στην συγκεκριμένη οδό ήταν πανομοιότυπα, με τα ίδια άσπρα χρώματα και τις όμοιες κεραμιδένιες στέγες. Είχαν βρει την μεριά του δρόμου που βρίσκονταν τα μονά νούμερα και μόλις είχαν περάσει το 53, έφταναν στον προορισμό τους.
Αμέσως μετά ακολουθούσε ένα πυκνόφυλλο πέρασμα και μετά το σπίτι με το νούμερα 57. Κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Σταμάτησαν το αμάξι και κατέβηκε ο ένας να δει καλύτερα. Προχώρησε προς τα πίσω, προς το πέρασμα και προσπάθησε να δει αν οδηγεί πουθενά. Με τα χέρια του άνοιξε διάπλατα τα πυκνά φύλλα, τα αγκάθια απ’ τα κλαδιά του μάτωσαν τα δάκτυλα, και χάθηκε στο άγνωστο πέρασμα.
  Δέκα λεπτά μετά το άνοιγμα της πόρτας έκανε τον οδηγό να αναπηδήσει από την θέση του. Περίμενε στωικά τον συνάδελφο του να γυρίσει ενώ αυτός καθάριζε το όπλο του. Μπήκε μέσα και του είπε πως είχε βρει το σπίτι, ήταν μετά το πυκνόφυλλο πέρασμα, αλλά φαινόταν εγκαταλελειμμένο. Σύμφωνα με την περιγραφή του ήταν σχεδόν ετοιμόρροπο, τα παράθυρα εκτός από ένα ήταν σφραγισμένα με ξύλα και ολόγυρα αιωρούνταν μία περίεργη μυρωδιά.
  Έκαναν όπισθεν με το αμάξι και μπήκαν μέσα στο πέρασμα, το αμάξι χοροπήδαγε καθώς περνούσε πάνω από το ανώμαλο έδαφος. Ύστερα από λίγο σταμάτησαν μπροστά από το σπίτι, το αμάξι είχε γίνει ένα μαύρο χάλι. Βγήκαν από το αμάξι και περιεργάστηκαν το σπίτι, στα σίγουρα φαίνονταν εγκαταλελειμμένο, η μυρωδιά ήταν αποπνιχτική και ανέβασαν τις μπλούζες τους στην μύτη και προστατευμένοι προχώρησαν προς την πόρτα του σπιτιού. Ανέβηκαν τα σκαλιά τα οποία έτριζαν από το βάρος τους και στάθηκαν μπροστά στην πόρτα. Δεν υπήρχα πουθενά κουδούνι και έτσι χτύπησαν με το χέρι τους, ένα σύννεφο σκόνης υψώθηκε από την πόρτα. Κανείς δεν απάντησε. Ξαναχτύπησαν πιο δυνατά αυτήν την φορά και με διάρκεια, ένα μεγαλύτερο σύννεφο σκόνης υψώθηκε .
Από μέσα ακούστηκαν βήματα σε σκαλιά και μετά από λίγο μια φωνή ακούστηκε πίσω από την πόρτα.
  «Ποιος είναι;»
  «Ο κύριος Φράνσις Ρούιζ;»
  «Ο ίδιος».
  «Είμαστε ιδιωτικοί ντετέκτιβ, θα θάλαμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις σχετικά με την πρόσφατη εξαφάνιση μιας κοπέλας από την περιοχή σας».
  «Δεν γνωρίζω τίποτα, φύγετε αμέσως».
  «Σας παρακαλούμε κύριε Ρούιζ, πρόκειται για ερωτήσεις ρουτίνας».
   Ο Φράνσις αφού ζήτησε να δει πρώτα τις ταυτότητες τους, που πρόθυμα του έδειξαν, άνοιξε την πόρτα ελάχιστα. Έβαλε το στιβαρό του χέρι στο κάσα της πόρτας και τους κοίταξε. Είδαν το πρόσωπο του, ταίριαζε με την περιγραφή του μπάρμαν. Το χέρι του παρατήρησαν πως ήταν γεμάτο καψίματα και κάποιες κόκκινες και πράσινες κηλίδες. Του ζήτησαν να περάσουν στο σπίτι για πιο ησυχία και για να αποφύγουν την αποπνιχτική μυρωδιά, εκείνος αρνήθηκε. Άρχισαν να τον ρωτάνε διάφορες ερωτήσεις, αν γνώριζε την κοπέλα που εξαφανίστηκε, πόσο καιρό έμενε σ’ αυτό το σπίτι, αν είχε σχέσεις με τους υπόλοιπους γείτονες. Σε όλες ο Φράνσις απάντησε μονολεκτικά. Στην συνέχεια τον ρώτησαν που ακριβώς βρισκόταν το βράδυ της εξαφάνισης, ο Φράνσις ήρεμα απάντησε πως έχει να βγει από το σπίτι πολύ καιρό.
  Ένας θόρυβος μέσα από το σπίτι κίνησε την περιέργεια τον ντετέκτιβ. Αντάλλαξαν μεταξύ του βλέμματα και ζήτησαν από τον Φράνσις αν θα μπορούσαν να ελέγξουν το εσωτερικό του σπιτιού.
  «Αυτό είναι προσβλητικό. Αυτή την στιγμή καταπατάτε την περιουσία μου. Αν ξανάρθετε χωρίς ένταλμα εδώ θα έχουμε άγρια ξεμπερδέματα», τους είπε εμφανώς νευριασμένος και έκλεισε με δύναμη την πόρτα.
  Μπήκαν στο αμάξι και ξεκίνησαν την μηχανή. Θα επέστρεφαν όμως, ήταν σχεδόν σίγουροι πως αυτός κρυβόταν πίσω από τις εξαφανίσεις.
  Μέσα στο σπίτι ο Φράνσις έβριζε τον εαυτό του, υπήρξε πολύ απρόσεχτος. Κάτι έπρεπε να κάνει για να καλύψει αυτό το χάλι μέσα στο σπίτι του, αυτοί οι περίεργοι ντετέκτιβ σίγουρα θα επέστρεφαν.


12 Ιουνίου 1987

  Η Μαίρη Λου άνοιξε με δυσκολία τα μάτια της. Αυτή η απαίσια μυρωδιά την τρέλαινε. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει και τα πάντα γύρω της ήταν θολά. Ήθελε να σηκωθεί από το μέρος που ήταν ξαπλωμένη όμως κάτι δερμάτινα λουριά την εμπόδιζαν. Δεν θυμόταν πως είχε βρεθεί εδώ πέρα, είχε γνωρίσει αυτόν τον όμορφο άντρα στο μπαρ, είχε έρθει μαζί του σπίτι όμως κάτι την είχε κάνει να το μετανιώσει, μετά από’ κει κενό, ένα πέπλο είχε καλύψει το μυαλό της.
  Η όραση της, όσο σκεφτόταν το πως βρέθηκε εκεί, άρχισε να επανέρχεται. Τώρα μπορούσε να δει σχεδόν καθαρά το μέρος. Πάνω απ’ το κεφάλι της ήταν μία γυμνή λάμπα η οποία έβγαζε ένα άρρωστα κιτρινωπό φως. Γύρισε το κεφάλι της αριστερά, οι τοίχοι ήταν υπερβολικά καθαροί, δίπλα της βρίσκονταν ένα μεταλλικό έπιπλο και πάνω του υπήρχαν διάφορα εργαλεία, δεν μπορούσε όμως να διακρίνει τι ακριβώς από εκεί που καθόταν. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, οι τοίχοι εξακολουθούσαν να είναι υπερβολικά καθαροί σαν νοσοκομείου. Ένα μεγάλο καζάνι υπήρχε σχεδόν στην μέση του δωματίου καθισμένο επάνω σε μία μεταλλική εστία και κάποια καρβουνιασμένα ξύλα. Το καζάνι άχνιζε ασθενικά, κάποιος το είχε χρησιμοποιήσει πρόσφατα.
  Ήθελε να δει τι βρισκόταν και παραπέρα τα λουριά όμως την έσφιγγαν όλο και πιο πολύ σε κάθε της κίνηση. Προσπάθησε να τεντώσει το κεφάλι της. Βρίσκοντας μία πολύ άβολη στάση για το κεφάλι της, ήταν σχεδόν ακουμπισμένο πάνω στο μέρος που ήταν καθηλωμένη, μπόρεσε να ανασηκώσει ελαφρά το κορμί της, τα λουριά την πονούσαν. Μόνο έτσι μπόρεσε να δει πως στην πίσω γωνία βρίσκονταν πέντε κλουβιά. Έσφιξε τα μάτια της για να δει καλύτερα. Οι κόγχες των ματιών της πονούσαν. Στα δύο πρώτα κλουβιά δεν υπήρχε τίποτα, μόνο κάποια υπολείμματα από κάποιο υλικό. Έστριψε τα μάτια της, οι κόγχες πονούσαν υπερβολικά όμως έπρεπε να δει. Στα πλαϊνά κλουβιά όμως υπήρχαν δύο γυναίκες σίγουρα, με τα χέρια τους έπιαναν τα κάγκελα του κλουβιού και την κοίταζαν επίμονα, όμως δεν της μιλούσαν. Τους φώναξε όμως δεν πήρε καμία απάντηση. Εκείνη την στιγμή άκουσε βήματα να πλησιάζουν και επανήλθε απότομα στην θέση της.


8 Ιουνίου 1987

  Η Μαίρη Λου περίμενε εναγωνίως να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων της. Ήταν σίγουρη πως θα πέρναγε, στα μαθήματα κανείς στην τάξη της δεν την ανταγωνιζόταν και ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα της την έκαναν γνωστή και αρεστή σε όλους.
  Πήγαινε στο σπίτι για το μεσημεριανό φαγητό, ήταν αρκετά νωρίς για εκείνη όμως ήταν μια οικογενειακή ιεροτελεστία από την οποία κανείς δεν μπορούσε να λείψει ή να αργήσει. Κάποιες φωνές βοήθειας ακούστηκαν να βγαίνουν από την στοά του Φέλιξ. Πήγε προς τα’ κει για να δει ποιος χρειαζόταν βοήθεια. Έγειρε το κεφάλι της από την άκρη του τοίχου, ήθελε να δει όμως όχι και να την δουν. Στην στοά ήταν ο Φίλιπ, ο κοκαλιάρης και ασθενικός συμμαθητής της. Για άλλη μια φορά τον είχαν πιάσει για να του της βρέξουν. Συχνά πυκνά ερχόταν μέσα στην τάξη με ξεραμένα αίματα στα χείλη και στα φρύδια και βουλωμένα μάτια. Ποτέ όμως δεν είχε μαρτυρήσει ποιος του το έκανε. Πολλοί είναι η αλήθεια υποψιάζονταν τους γονείς του.
 Όμως όχι δεν ήταν αυτοί οι ένοχοι παρά τρία φημισμένα κωλόπαιδα του σχολείου της. Έβραζε ολόκληρη, δεν μπορούσε να κλείσει τα μάτια της μπροστά σ’ αυτήν την αδικία. Πήρε μια σιδερένια βέργα από την διπλανή οικοδομή. Φώναξε “μαλάκες” για να τραβήξει την προσοχή. Όταν και οι τρεις γύρισαν τα κεφάλια τους συγχρόνως γέλασαν αντικρίζοντας μια κοπέλα. Για την Μαίρη Λου όμως αυτό ήταν τροφή. Ανασκουμπώθηκε και με την μεταλλική βέργα ανά χείρας περπάτησε προς το μέρος τους. Θα αργούσε σίγουρα για το μεσημεριανό.  


8 Σεπτέμβρη 1984

   Πως τον είχαν βρει αναρωτιόταν. Έπρεπε να τελειοποιήσει τις μεθόδους του, έπρεπε να γίνει πιο προσεκτικός. Το γνώριζε πως ο τρόπος προσέγγισης των θυμάτων του θα κινούσε υποψίες. Όμως δεν γνώριζε καλύτερο τρόπο για να μιλήσει και να πείσει μια κοπέλα. Να ήταν το λέγειν του ή το πρόσωπο του που τις απωθούσε κάνοντας τον έτσι να γίνεται πιο βίαιος απ’ όσο χρειάζεται. Πολλά προβλήματα που ήθελαν λύση αν ήθελε να λυτρωθεί.
  Για την ώρα όμως έπρεπε να δει τι θα κάνει με αυτούς τους περίεργους ντετέκτιβ.

Σχόλια

Τα καλύτερα