Ανθρώπινα παιχνίδια,Μέρος 4ο



Μέρος 4ο


10 Ιουνίου 1987

  Οι εξετάσεις της δεν είχαν πάει όπως περίμενε, είχε αποτύχει. Τόσο διάβασμα και όμως δεν είχε καταφέρει να περάσει στο πανεπιστήμιο. Πως θα μπορούσε να αντικρίσει τους γονείς της αφού γνώριζε το τι οικονομικές θυσίες είχαν υποστεί. Η, μόλις 19 χρονών, Μαίρη Λου σκεφτόταν αυτά τα πράγματα κοιτώντας με απογοήτευση τα χαρτιά των αποτελεσμάτων. Δεν ήθελε να πάει σπίτι, τουλάχιστον όχι ακόμα. Ήθελε να ξεχαστεί, ήθελε να βρει τι θα τους πει. Η αλήθεια ήταν όμως πως τίποτα από αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί μιας και οι γονείς της ποτέ δεν την καταπίεζαν, μα την αγαπούσαν με όλη τους την ψυχή. Αυτό όμως είναι κάτι που η ίδια η Μαίρη Λου δεν θα είχε την ευκαιρία να το μάθει.
  Αποφάσισε να πάει στο αγαπημένο της μπαρ, το “Twilight”, εκεί που περιστασιακά συναντιόταν με τις φίλες της όπως και με το πρόσφατο αίσθημα της. Αυτή την στιγμή όμως δεν είχε ανάγκη κανέναν, ούτε τις φίλες της που μπορεί και να την χλεύαζαν για την αποτυχία της, ούτε και τον φίλο της μιας και νόμιζε πως αυτός ήταν ο λόγος της αποτυχίας της. Θα έπνιγε τον πόνο της μόνη και ίσως μετά να έβρισκε και το θάρρος να αντικρίσει τους γονείς της.
  Έκανε μια μεγάλη βόλτα από την μια άκρη της λεωφόρου Κρόουν ως την άλλην. Πέρασε δύο φορές μπροστά από το μαγαζί, όμως ήταν κλειστό ακόμη. Η πινακίδα πάνω στην πόρτα έγραφε τις ώρες λειτουργίας: 22:00-04:00, ακόμα ήταν 21:00 όμως. Πήγε να φάει στην πιτσαρία “La Spezial”, θα έπαιρνε ένα κομμάτι όπως πάντα από την καλύτερη και μακροβιότερη πιτσαρία της επαρχίας. Στην επαρχία υπήρχαν τρεις πιτσαρίες, το εθνικό τους φαγητό είχε γίνει, όμως μόνο η συγκεκριμένη πιτσαρία του λιγδιάρη Ιταλού, Αντόνιο, ήταν η καλύτερη μακράν. Έφαγε το ένα κομμάτι από την νόστιμη και λαδερή πίτσα πεπερόνι και ήπιε το αναψυκτικό της, κοίταξε το ρολόι του μαγαζιού, η ώρα είχε πάει 21:40, σηκώθηκε, πλήρωσε και βγήκε έξω από το μαγαζί. Μέχρι να πάει στο “Twilight” που βρισκόταν στην λεωφόρο Κρόουν 27 θα είχε πάει σίγουρα ακριβώς δέκα.
  Ευτυχώς το μπαρ είχε ανοίξει, μπήκε μέσα και κάθισε σε ένα από τα ψηλά ξύλινα σκαμπό. Ελάχιστοι θαμώνες βρίσκονταν ήδη μέσα, η μουσική ακούγονταν ασθενικά από τα αρχαία σκονισμένα ηχεία. Το μπαρ είχε ανοίξει μόλις πριν δέκα χρόνια, το πόνημα ζωής του γερό-Τέντ, κάποτε παιδί των λουλουδιών, έτρεχε από κοινόβιο σε κοινόβιο. Φήμες τον θέλουν κάποια στιγμή να κληρονόμησε μια μεγάλη περιουσία η οποία του εξασφάλισε αυτό το μαγαζί και ένα σπίτι. Παρότι τέως παιδί των λουλουδιών απείχε κατά πολύ από το αγαπητό, τσιγκούνης, στριμμένος και συνομοσιολόγος μέχρι αηδίας. Όμως ήταν και ένας αξιοπρεπής εργοδότης και άξιος διασκεδαστής.
  Η Μαίρη Λου παράγγειλε ένα ποτήρι τσέρι κόλα με μία γενναία δόση ουίσκι, το αγαπημένο της, δύο με τρία ποτήρια από αυτό σίγουρα θα την έκαναν να ξεχάσει προς στιγμήν τα προβλήματα της. Το πρώτο ποτήρι τελείωσε πριν καλά το ξεκινήσει, έτσι όπως είχε χαθεί στις σκέψεις της ούτε πως το κατάλαβε πως το κατέβασε μονορούφι. Παράγγειλε άλλο ένα, είχε αρκετά λεφτά άλλωστε μαζεμένα με τον ιδρώτα της. Τους τελευταίους μήνες δούλευε ως βοηθός σε ένα φωτογραφείο, όχι τίποτα ιδιαίτερο, καθάρισμα και τακτοποίηση. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά όμως τα κράταγε για αυτήν την μέρα, την μέρα που θα κέρναγε τους φίλους της για την επιτυχία της.
  Όταν έφτασε και το δεύτερο ποτήρι και το έπιασε στο χέρι της, ένιωσε πως κάποιος την κοίταζε. Το γνώριζε πως ήταν πολύ όμορφη, πολλά βλέμματα γυρνούσαν για να την θαυμάσουν. Της άρεσε φυσικά πάρα πολύ όμως ήταν και ένας από τους πολλούς λόγους που τσακώνονταν με τον φίλο της, απόρροια της ζήλιας του. Γύρισε για να δει ποιος ήταν αυτός ο θαυμαστής της. Ήταν ένας όμορφος τύπος, μελαχρινός και γεροδεμένος με έντονα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του. Δεν έμοιαζε πολύ μεγάλος, είχε κάποια έντονα σημάδια στο μέτωπο του που όμως συνέβαλαν θετικά στα έντονα αρρενωπά χαρακτηριστικά του. Της άρεσε πολύ. Εκείνος δεν έριξε καθόλου το βλέμμα του, συνέχισε να την κοιτάει χαμογελώντας με νόημα. Την χαιρέτησε υψώνοντας το ποτήρι του. Η Μαίρη Λου ανταποκρίθηκε με τον ίδιο χαιρετισμό και με ένα διάπλατο χαμόγελο προσκαλέσματος.
  Αυτός την είχε παρακολουθήσει από πριν, όταν εκείνη ακόμα έτρωγε το κομμάτι πίτσας. Ήταν ότι έπρεπε, πληρούσε τις προϋποθέσεις για να ολοκληρώσει το σχέδιο λύτρωσης του. Σκεφτόταν άπειρους τρόπους για να την προσεγγίσει, δεν ήθελε να τραβήξει πάνω του τα βλέμματα όπως τότε πριν τρία χρόνια. Δεν είχε καλή κατάληξη και του καθυστέρησαν τα σχέδια, έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός. Ακολουθώντας την στο μπαρ δεν περίμενε πως θα μπορούσε να την προσεγγίσει τόσο εύκολα.
  Κάθισε στο διπλανό από αυτήν σκαμπό ξεκίνησαν να μιλάνε.
  «Πως σε λένε;»
  «Μαίρη Λου», του απάντησε πίνοντας μια γενναία γουλιά από το δεύτερο ποτήρι. «Εσένα;»
  «Φράνσις, Φράνσις Ρούιζ».
  Η Μαίρη τελείωσε και το δεύτερο ποτήρι και τον κοίταξε στα μάτια. Ακούμπησε το χέρι της και προσφέρθηκε να την κεράσει ένα ποτήρι απ’ ότι έπινε. Η κουβέντα συνεχίστηκε και ήταν αρκετά ευχάριστη. Είχε κάτι που τον τρέλαινε, αυτή θα ήταν η καλύτερη, η μοναδική. Κάθε της λέξη τον αναστάτωνε, κάθε της κίνηση τον καύλωνε. Θα ήταν το πιο όμορφο του έκθεμα. Η Μαίρη Λου όντας στο τρίτο της ποτήρι άρχισε να νιώθει κάπως ανάλαφρη και ευάλωτη, θα ορκιζόταν πως το τελευταίο ποτήρι είχε πιο πολύ ουίσκι μέσα παρά τσέρι κόλα και θα ήταν βέβαιη αν όντως άκουγε και την παραγγελία που είχε κάνει ο Φράνσις.
  Ο Φράνσις της προσκάλεσε στο σπίτι του για να της δείξει την συλλογή του. Η Μαίρη ήταν τόσο ζαλισμένη που δεν κατάλαβε για πότε συμφώνησε με την πρόσκληση του. Η μέρα ήταν πολύ ζεστή, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει που πήγαινε, οι θολές γρήγορες εικόνες από το παράθυρο του αμαξιού την ζάλιζαν ακόμα πιο πολύ. Όταν σταμάτησαν το μόνο που πρόλαβε να δει πριν μπουν στο σπίτι του Φράνσις ήταν η οδός, Ρόουζλαντ 55. Μέσα το σπίτι είχε μια αίσθηση ρουστίκ ατμόσφαιρας, όμως αυτό που της κίνησε την περιέργεια ήταν η μυρωδιά. Μια έντονη και ακαθόριστη για εκείνην μυρωδιά. Του ζήτησε ένα ποτήρι νερό το οποίο ο Φράνσις της πρόσφερε άμεσα και με ευχαρίστηση.
  Αυτή του η ευγένεια και η άγρια ομορφιά του την τρέλαινε, ήθελε να πάει στο κρεβάτι μαζί του.
  «Νόμιζα πως με κάλεσες για να μου δείξεις την συλλογή σου», του είπε περιπαιχτικά μιας και ήταν σίγουρη πως η συλλογή ήταν πρόφαση για να έρθει στο σπίτι του. «Ή θες να πηδηχτούμε;», μίλησε το ποτό.
  Ο Φράνσις την κοίταζε εκστασιασμένος και καυλωμένος, δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο απλά είχε διεξαχθεί ή διαδικασία αυτήν την φορά, δεν είχε χρειαστεί να προβεί στους συνηθισμένους του τρόπους. Την πήρε από το χέρι και προχώρησαν προς την πόρτα του υπογείου. Ανοίγοντας την πόρτα η μυρωδιά έγινε ακόμα πιο έντονη, η Μαίρη Λου πισωπάτησε και ένα αμυδρό αίσθημα ανησυχίας την κατέβαλε. Ο Φράνσις την έπιασε από την μέση με δύναμη και την προέτρεψε να κατέβει με το ζόρι τα πρώτα σκαλιά προς το υπόγειο. Στην μέση περίπου της μισοσκότεινης σκάλας ένιωσε μια κολλώδης ουσία με το χέρι της, δεν μπορούσε να δει τι ακριβώς ήταν, το μύρισε μετά, μια μεταλλική μυρωδιά, τρομοκρατήθηκε. Την ώρα που γύρναγε το κορμί της προς την έξοδο ένιωσε ένα τσίμπημα στον λαιμό της. Ο Φράνσις είχε διοχετεύσει στο κορμί της την απαιτούμενη δόση ηρεμιστικού, την έπιασε όπως έπεφτε αναίσθητη και την μετάφερε στην, φτιαγμένη με τα χέρια του, αίθουσα του υπόγειου.

Σχόλια

Τα καλύτερα