Ανθρώπινα παιχνίδια







Μέρος 1ο




25 Ιουνίου 1987

  Μια περίεργα κινούμενη φιγούρα έκανε την εμφάνιση της στα σκοτεινά σοκάκια της οδού Ντορκ. Κινιόταν με πολύ δυσκολία, κινήσεις κοφτές, σχεδόν μηχανικές, προσπαθούσε να τρέξει, να ξεφύγει από κάτι.
  Ένα ζευγάρι που τύχαινε να περνάει από εκείνο το σημείο είδε την φιγούρα με τις αριστοτεχνικά τρομακτικές κινήσεις. Σταμάτησε φοβισμένο και κρύφτηκε πίσω από έναν κάδο σκουπιδιών. Παρατηρούσε από μακριά την φιγούρα. Σκέφτηκαν πως έπρεπε να είναι γυναίκα, είχε ξανθά μαλλιά που όμως θα μπορούσε να είναι και περούκα.
  Η φιγούρα εκείνη την στιγμή έβγαλε κάποιες φιμωμένες κραυγές πόνου, έκανε μερικά μετέωρα βήματα ακόμα και σωριάστηκε στο βρώμικο πεζοδρόμιο.
  Το ζευγάρι συνέχιζε να παρακολουθεί έντρομο από την κρυψώνα του, δεν ήξεραν τι θα μπορούσαν να κάνουν. Βγήκαν δειλά και απλά έτρεξαν, είχαν αποφασίσει πως θα έκαναν ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στην αστυνομία.

10 Αυγούστου 1960

  Ο μικρός Φράνσις Ρούιζ έτρεχε προς το σπίτι του, είχε λαχανιάσει όμως φοβόταν πάρα πολύ να σταματήσει το τρέξιμο. Το αίμα από το σχισμένο χέρι του έτρεχε ποτάμι, δεν μπορούσε να το συγκρατήσει με το χέρι του. Ο καταραμένος ο Τζακ Ρόνσον, ο πιο αχρείος νταής του σχολείου τον είχε παγιδέψει σε μια γωνία με τα τσιράκια του. Δεν τον συμπαθούσαν ιδιαίτερα, εκτός του ότι είχαν μόλις εγκατασταθεί στην επαρχεία Κρέιν με τον πατέρα του, ο Φράνσις είχε και μια απαράμιλλη θηλυκότητα στα χαρακτηριστικά του η οποία δεν ήταν αρεστή. Ο Τζακ Ρόνσον όμως εκείνη την μέρα είχε αφηνιάσει, είχε βγάλει λεπίδα με σκοπό να τον τραυματίσει σοβαρά, ίσως και θανάσιμα αν δεν είχε καταφέρει να ξεφύγει ρίχνοντας στον Τζακ μια δυνατή γονατιά στα αρχίδια του.
  Μόνο όταν έφτασε στο κατώφλι της πόρτας του σπιτιού του μπόρεσε να γυρίσει πίσω το κεφάλι του και να ρίξει μια δειλή ματιά. Κανένας δεν τον ακολουθούσε, ξεφύσησε ανακουφισμένος και μπήκε στο σπίτι. Το ήξερε μέσα του πως από εδώ και πέρα θα έπρεπε να προσέχει τα νώτα του, θα έπρεπε να αλλάξει κάπως, το πως όμως ήταν κάτι που δεν γνώριζε.
  Μέσα στο σπίτι έτρεξε κατευθείαν στο μπάνιο και προσπάθησε να σταματήσει το αίμα από το πληγωμένο χέρι του. Σκεφτόταν πως έπρεπε να το κάνει πριν γυρίσει ο πατέρας του από την δουλειά, τον μισούσε τρομερά. Ο Μπιλ Ρούιζ, αυτός ο παΤέρας, αυτός ο σχεδόν πάντα μεθυσμένος κρετίνος. Αυτός που στην οποιαδήποτε ευκαιρία κακοποιούσε εκείνον και την μητέρα του με περίσσεια ευχαρίστηση και δέος. Αυτός ήταν ο λόγος που η μάνα του τους παράτησε, λόγω της υπερβολικής του βίας, η οποία αυξανόταν με την ολοένα περισσότερη κατανάλωση αλκοόλ. Ήταν ο λόγος που παράμενε κρυμμένος στο καβούκι του, χωρίς να κάνει αυτά που τον ευχαριστούν, χωρίς να μπορεί να είναι ο εαυτός του. Το αίμα συνέχιζε να τρέχει λιγότερο τώρα, θα τελείωνε από στιγμή σε στιγμή.
  Άκουσε την πόρτα να ανοίγει, αλίμονο, αυτός είχε γυρίσει νωρίτερα. Τώρα τον φώναζε, τον έψαχνε, δεν μπορούσε να μη του απαντήσει, αγνόηση και ασέβεια ισοδυναμούσε με τιμωρία. Ανταποκρίθηκε μη θέλοντας στο κάλεσμα του. Ο πατέρας μπήκε με ορμή και τρεκλίζοντας στο μπάνιο, τον κοίταξε με εκείνο το μεθυσμένο και ημίτρελο βλέμμα του, του κοπήκαν τα ήπατα.
  «Τι κάνεις εδώ μικρέ;»
  «Τίποτα πατέρα, να… απλώς καθαρίζομαι».
  Το ημίτρελο βλέμμα του έπεσε στο γεμάτο αίματα χέρι του.
  «Τι είναι αυτά τα χάλια; Τι έκανες πάλι, κουνιόσουν σε κανέναν;»
  Ο Φράνσις τον κοίταξε στα μάτια, με το ζόρι συγκρατούσε τα δάκρυα του. Προσπάθησε να απολογηθεί, να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ένα χτύπημα του πατέρα του με την ανάστροφη του χεριού του όμως έκανε το κεφάλι του να χτυπήσει πάνω στον καθρέφτη με τρομακτική δύναμη.
  «Και τώρα άδειασε μου την γωνία και πήγαινε να μου ετοιμάσεις κάτι να φάω, γρήγορα».
  Βγήκε από το μπάνιο με αθόρυβα αναφιλητά, θραύσματα του καθρέφτη είχαν καρφωθεί στο μέτωπο του. Παρ’ όλον τον πόνο του έπρεπε να κάνει αυτό που του ζήτησε και έτσι κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Αυτή ήταν η ζωή του σε ηλικία 12 χρονών, δεν μπορούσε να βρει το σθένος να φύγει, όπως είχε κάνει και η μητέρα του πριν χρόνια.
  Το βράδυ ήταν ήσυχο, εκείνος είχε ξεραθεί μετά από το φαγητό που του ετοίμασε, μια ομελέτα με τρία αυγά και μία χλέπα για γαρνιτούρα. Ο Φράνσις αφού έπλυνε τα πιάτα ανέβηκε στο δωμάτιο του και έκλεισε την πόρτα. Άνοιξε την κουρτίνα και άφησε να μπει στο δωμάτιο το θολό φως του φεγγαριού. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη του δωματίου του, οι αμυχές στο χέρι του και στο πρόσωπο του είχαν καλυφτεί από αυτόν με γάζες και χανζαπλάστ. Άνοιξε το μικρό μπαούλο που είχε κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι του και έβγαλε από μέσα τα αγαπημένα του παιχνίδια, πέντε πανομοιότυπες πλαστικές κούκλες, τα μοναδικά πράγματα που είχε αφήσει πίσω η μητέρα του πριν φύγει. Κάθισε στο πάτωμα δίπλα από το παράθυρο και άρχισε να παίζει με τις κούκλες, να τις χτενίζει και να τις αλλάζει τα αυτοσχέδια χαρτονένια φουστανάκια τους.
  Απορροφημένος όπως ήταν από το παιχνίδι του δεν άκουσε τον πατέρα του ο οποίος είχε ξυπνήσει και είχε μπει στο δωμάτιο του χωρίς καν να χτυπήσει. Ο Μπιλ είδε τον γιο του να παίζει με αυτά τα ελεεινά κοριτσίστικα παιχνίδια, είχε μεγαλώσει με αυστηρά ανδροκρατούμενες και ρατσιστικές ιδέες και στην θέα αυτή του γιου του άρχισε να τρελαίνετε.
  «Τι κάνεις εκεί ρε τσόγλανε, δεν θέλω τέτοια πράγματα στο σπίτι μου».
  Ο Φράνσις δεν είπε κουβέντα, δεν μπορούσε καν να τον κοιτάξει. Ο Μπιλ τρελάθηκε ακόμα περισσότερο.
  « Ακούς ρε που σου μιλάω;», είπε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του, τον τράβηξε από τα μαλλιά και τον πέταξε στην άκρη. Πήρε όλες τις κούκλες από το πάτωμα, όλες εκτός από μία που του κράτησε ο Φράνσις στα χέρια του και την έκρυψε μέσα στην μπλούζα του πριν την δει ο πατέρας του.
  Όταν πλέον ο πατέρας του ξέδωσε όλον τον θυμό και την οργή πάνω στον Φράνσις, τον κοίταξε όπως είχε κουλουριαστεί στο πάτωμα και κούνησε υποτιμητικά το κεφάλι του. Έφτυσε στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά από τον Φράνσις και του γύρισε την πλάτη παίρνοντας μαζί του τις κούκλες του, τις κούκλες της μητέρας του, τα παιχνίδια του διαβόλου.
  «Είσαι και θα παραμείνεις ένας ελεεινός γυναικωτός. Κοίτα να συμμαζέψεις και μην κάνεις φασαρία».
  Έκλεισε την πόρτα αφήνοντας το Φράνσις μοναχό του. Οι πληγές του είχαν ανοίξει πάλι από το ξύλο που έφαγε. Κρατούσε με όλη του την δύναμη την κούκλα, ο μπάσταρδος δεν είχε καταφέρει να του την πάρει. Έφερε την κούκλα μπροστά στο πρόσωπο του και καθάρισε τα μάτια του από τα δάκρυα. Περίμενε να ακούσει από την κούκλα κάποια λόγια παρηγοριάς, κάποια διέξοδο από τον εφιάλτη, μάταια  όμως. Θύμωσε, αυτές οι κούκλες του είχαν σταθεί περισσότερο απ’ ότι η μάνα του. Έπιασε την κούκλα με τα δύο του χέρια και την έσπασε, πέταξε το σώμα και κράτησε στο ένα χέρι του το κεφάλι το οποίο στην βάση του λαιμού είχε αιχμηρά κοφτερά πλαστικά κομμάτια. Σηκώθηκε από το πάτωμα, έσφιξε στο χέρι του το κεφάλι, αίματα άρχισαν να στάζουν από τα κοψίματα του πλαστικού λαιμού. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε έξω στο διάδρομο και προχώρησε προς το βάθος, εκεί που ήταν η πόρτα του μπάσταρδου.
  Μπήκε μέσα και κοίταξε το κρεβάτι στα αριστερά του, εκείνος κοιμόταν εξουθενωμένος. Πλησίασε προσέχοντας να μην δημιουργήσει τον παραμικρό θόρυβο, ανέβηκε πάνω και τον καβάλησε. Πριν εκείνος προλάβει να ανοίξει τα μάτια του ο Φράνσις κάρφωσε στην καρωτίδα του το σπασμένο και αιχμηρό κεφάλι της κούκλας. Ο Μπιλ άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να διώξει τον Φράνσις από πάνω του. Με τα μικρά του χέρια κούνησε το καρφωμένο στον λαιμό του Μπιλ κεφάλι με ένα ζεστό συντριβάνι αίματος να αναβλύζει. Ο Μπιλ έβγαζε περίεργους ρόγχους και θορύβους, ο Φράνσις τον κοίταζε μέσα στα έντονα πονεμένα μάτια του γεμάτος ικανοποίηση και γέλασε δυνατά.
  «Πέθανε μπάσταρδε, επιτέλους τώρα θα μπορέσω να είμαι ελεύθερος», έβγαλε το κεφάλι της κούκλας από τον λαιμό του πατέρα του και βγήκε έξω από το δωμάτιο αναστενάζοντας ανακουφισμένος.

Σχόλια

Τα καλύτερα