Αθρώπινα παιχνίδια, Μέρος 3ο








Μέρος 3ο



  20 Δεκεμβρίου 1983

  Είχε απογοητευτεί πλήρως από την ζωή του. Όλη του η ζωή υπήρξε ένας ανυπόφορος κατήφορος, αρχής γενομένης από την τρυφερή παιδική του ηλικία. Την έχασε τελείως εκείνο το απολυτρωτικό βράδυ που σκότωσε τον παΤέρα του. Στην αναζήτηση της μητέρας του είχε σταθεί άτυχος, κανένα απολύτως ίχνος της.
  Το κεφάλι της κούκλας που τον είχε βοηθήσει το είχε κρεμάσει σ’ ένα σκουριασμένο μπρελόκ. Το έφερε μπροστά στα μάτια του και το παρατηρούσε καθώς αιωρούνταν σαν εκκρεμές. Η υπνωτική του αιώρηση ξεκίνησε να κάνει την δουλειά του, δημιουργώντας  στον Φράνσις παράξενα συναισθήματα και συνειρμούς, ανασκαλίζοντας από τα βάθη του μυαλού του τραγικές μνήμες.

  21 Δεκεμβρίου 1983

  Μία ολόκληρη ήμερα παρέμεινε να κοιτάζει το κεφάλι της κούκλας. Όποτε σταματούσε την υπνωτική αιώρηση ο Φράνσις με μια αυτοματοποιημένη κίνηση το ξανά έθετε σε κίνηση. Μπροστά του έβλεπε και τις πέντε κούκλες να αλλάζουν διαδοχικά θέσεις και να τον παρατηρούν, στο φόντο πέρναγαν σκηνές από τις αλλεπάλληλες κακοποιήσεις που δεχόταν από τον πατέρα του.
  Το κεφάλι του πονούσε, τα μάτια του από την αϋπνία έτσουζαν τρομερά. Τα νεύρα του ήταν έτοιμα να σπάσουν. Φώναζε, χωρίς αποτέλεσμα, στις αιωρούμενες κούκλες. Ποιος ήταν ο λόγος που το μυαλό του έπαιζε αυτό το αρρωστημένο παιχνίδι.

  22 Δεκεμβρίου 1983

  Άλλη μια μέρα πέρασε με τα αποτρόπαια οράματα να του τριβελίζουν το κεφάλι. Θα μπορούσε να παρατήσει το μπρελόκ με το κεφάλι της κούκλας, θα μπορούσε να βγει έξω στον καθαρό αέρα. Κάτι δυνατό όμως τον κράταγε καθηλωμένο στο ίδιο σημείο.
  Οι σκηνές στο φόντο είχαν αλλάξει. Τώρα έβλεπε την μάνα του, όταν ακόμα ήταν στο σπίτι, όταν ακόμα τον πρόσεχε και τον προστάτευε, όταν ακόμα δεν τον είχε ξεχάσει για να κοιτάξει το δικό της συμφέρον.
  Ρώτησε τις αιωρούμενες κούκλες που θα μπορούσε να βρει ξανά την μάνα του. Πλέον είχε ξεχάσει για ποιον λόγο ήθελε να την βρει. Ήξερε όμως πως εκείνη θα τον αγκάλιαζε τρυφερά χωρίς να τον κρίνει, θα τον αποδεχόταν χωρίς συμβιβασμούς ή τουλάχιστον αυτό ήθελε να πιστεύει. Το κεφάλι της κούκλας σταμάτησε και με το χέρι του την έθεσε ξανά σε αιώρηση άμεσα, ήθελε να δει ακόμα περισσότερα.

  23 Δεκεμβρίου 1983

  Τρίτη μέρα αγρύπνιας, τρίτη μέρα με τις πέντε κούκλες ερινύες να κάνουν κύκλους, τρίτη μέρα χωρίς να πάρει καμία απάντηση στα ερωτήματα του.
  Στο φόντο οι σκηνές διαδέχονταν η μία την άλλη συνεχώς, από τις ελάχιστες χαρούμενες ως τις πιο αβάσταχτες και τραγικές. Τα μηνίγγια του πονούσαν, δάκρυα κυλούσαν στα μάτια του και οι φλέβες στο μέτωπο του είχαν σχηματίσει ένα φυσικό τατουάζ.
  Άρχισε να στάζει αίμα από την μύτη του, ήθελε να σταματήσει όλο αυτό. Ένιωθε μαγεμένος και αδύναμος, ένιωθε ξανά αβοήθητος και ευάλωτος, ένιωθε καταπατημένος, τόση ταλαιπωρία για να μην πάρει απαντήσεις στα ερωτήματα του.

  24 Δεκεμβρίου 1983

  Τέταρτη μέρα και η αιώρηση δεν είχε σταματήσει καθόλου. Όλο του το κορμί ήταν καταπονημένο, το μυαλό του το ένιωθε πολτό.
  Στην τελευταία μη απαντημένη ερώτηση του έσφιξε το μπρελόκ με το κεφάλι, τόσο δυνατά που μάτωσε η γροθιά του, και το χτύπησε με δύναμη στο τραπέζι. Σηκώθηκε με την βία, οι εικόνες είχαν παραμείνει ανεξίτηλες μπροστά του, οι αιωρούμενες κούκλες ήταν και αυτές εκεί να χορεύουν αυτόν τον περίεργα σατανικό χορό. Δεν μπορούσε να το αντέξει άλλο αυτό, βρήκε ένα κομμάτι σχοινί και έφτιαξε με δυσκολία μια θηλιά. Πέρασε το μακρύ κομμάτι από το ξύλινο δοκάρι του παλιού σπιτιού και ανέβηκε πάνω στην καρέκλα που καθόταν.
  Εκείνη την στιγμή μία από τις κούκλες, η αγαπημένη του, αυτή που του συμπαραστάθηκε τόσα χρόνια, άρχισε να του μιλάει. Ο Φράνσις δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, σχεδόν δεν άκουγε τίποτα και ξεκίνησε να περάσει την θηλιά γύρω από τον λαιμό του.
  «Τι νομίζεις πως κάνεις εκεί;», είπε το όραμα της κούκλας.
  «Τι είσαι εσύ, πως μιλάς, γιατί βρίσκεσαι μέσα στο κεφάλι μου;»
  «Βρίσκομαι μέσα στο κεφάλι σου γιατί εσύ δεν μ’ άφησες ποτέ να φύγω. Μιλάω γιατί εσύ μου χάρισες φωνή. Είμαι όποιος εσύ έχεις ανάγκη».
  Το πλαστικό κεφάλι της κούκλας άλλαξε εκείνη την στιγμή μορφή, εναλλάξ πήρε την μορφή του πατέρα του και της μητέρας του και αμέσως μετά επανήλθε στην γνώριμη πλαστική κουκλίστικη μορφή.
  «Σε παρακαλώ σταμάτα δεν μπορώ άλλο, άσε με να βάλω ένα τέλος».
  «Και αν σου πω πως ξέρω τι σου λείπει. Και αν σου πω πως ξέρω τον τρόπο για να βρεις την ηρεμία σου».
  Ο Φράνσις ηρέμησε και περίμενε να ακούσει τον τρόπο λύτρωσης, τον είχε μεγάλη ανάγκη.
  «Πέντε ήμασταν και πέντε πάλι πρέπει να γίνουμε. Φυσικές και όμοιες κούκλες ολόγυρα σου θα σταθούμε. Τα προβλήματα σου όλα θα λυθούν όταν εμείς οι πέντε θα γεννηθούμε».
  Λέγοντας αυτά τα λόγια το όραμα έσκασε σαν φούσκα μπροστά του. Από την ταραχή του γλίστρησε από την καρέκλα και η θηλιά του έσφιξε τον λαιμό. Τώρα ο ίδιος αιωρούνταν αβοήθητος, τώρα που επιτέλους είχε μάθει τι έπρεπε να κάνει, τώρα που είχε καταλάβει τον τρόπο λύτρωσης του. Το σχοινί έσπασε από το βάρος και ο Φράνσις έπεσε με έναν μεγάλο γδούπο στο πάτωμα. 

  6 Σεπτέμβρη 1984

  Μετά από περίπου 10 ώρες συνεχούς ελέγχου στα αρχεία ένιωθαν πως βρίσκονταν ξανά στο ίδιο σημείο. Τίποτα δεν μπόρεσαν να βρουν κάποιον που να ταιριάζει στην περιγραφή του μπάρμαν. Τα μάτια τους πόναγαν και είχαν χάσει προ πολλού την συγκέντρωση τους, όμως το θεωρούσαν χρέος τους να επιμείνουν.
  Στο σχεδόν άδειο ράφι είχαν μείνει μερικές ακόμα κούτες γεμάτους φακέλους που έπρεπε να ελέγξουν. Τον κατέβασαν και φύσηξαν την σκόνη, επάνω έγραφε την ημερομηνία 1960. Κοιτάχτηκαν σκεπτόμενοι το ίδιο πράγμα, πως είχαν πάει πολύ πίσω όμως δεν είχαν καμιά καλύτερη εναλλακτική.
Στοίβαζαν τους φακέλους που ήδη είχαν ελέγξει, για καλό τους τουλάχιστον ήταν στοιχισμένη με απόλυτα ορθή μηνιαία σειρά. Η απογοήτευση τους φούντωνε και σε συνάρτηση με την υπερβολική τους κούραση δημιουργούσε μέσα τους μια κτηνώδη νευρικότητα. Βγάλαν ένα ακόμα φάκελο από μέσα, στο πλαίσιο στοιχείων έγραφε Αύγουστος 1960, τον άνοιξαν πάνω στο τραπέζι και ξεκίνησαν την ανασκαφή.
  Μέσα υπήρχαν πολλά χαρτιά όμως ένα συγκεκριμένο τους κίνησε την περιέργεια. Ένα με μια κόκκινη σφραγίδα με την ένδειξη “ΆΛΥΤΗ ΥΠΌΘΕΣΗ”. Ένα άγριο φονικό είχε γίνει στην επαρχία  Κρέιν και συγκεκριμένα στην οδό Ρόουζλαντ 55. Σύμφωνα με το αρχείο στο σπίτι ζούσε κάποιος Μπιλ Ρούιζ μαζί με τον γιο του Φράνσις. Ο σερίφης είχε καλεστεί από τους υπεύθυνους εργασίας του Μπιλ, δούλευε ως επιστάτης στο τοπικό εμπορικό κέντρο, μετά από πέντε μέρες που είχε να φανεί στην δουλειά. Σε εκείνο το σημείο μια υποσημείωση, μάλλον του σερίφη, έλεγε πως ίσως να είχε μεθύσει με ένα ερωτηματικό στο τέλος. Μέτα από ενδελεχή έρευνα στο σπίτι δεν μπόρεσαν να βρουν κανένα ίχνος του Μπιλ, ούτε του Φράνσις. Το σπίτι και ειδικά το υπνοδωμάτιο ήταν κατάμεστα στα αίματα με πάμπολλα ίχνη συρσίματος στο πάτωμα. Ούτε μέσα ούτε έξω είχε βρεθεί κάτι.
  Σκέφτηκαν πως ήταν μπροστά σε ακόμα ένα αδιέξοδο ώσπου διάβασαν τις περιγραφές τους. Όχι του Μπιλ, του Φράνσις όμως ταίριαζε σχεδόν με την περιγραφή που είχαν πάρει, εξαιρώντας φυσικά την ηλικία και τα σημάδια. Συγχρόνως είπαν πως ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βγει, έγραψαν και κύκλωσαν στο μπλοκ τους την διεύθυνση και ακούμπησαν τα κεφάλια τους πάνω στο τραπέζι. Κοιμήθηκαν ακαριαία. 



Σχόλια

Τα καλύτερα