Ανθρώπινα παιχνίδια, Μέρος 2ο







Μέρος 2ο




25 Ιουνίου 1987

   Έβαλε τα δυνατά της για να σηκωθεί από το βρωμερό πεζοδρόμιο που είχε σωριαστεί. Τίποτα επάνω στο κορμί της πλέον δεν της θύμιζε τον παλιό της εαυτό. Το άλλοτε πανέμορφο σώμα της είχε καταστραφεί. Από τύχη είχε καταφέρει να γλυτώσει από τα χέρια του κτήνους, το κακό όμως είχε γίνει. Όλο το κορμί της το ένιωθε και ήταν εύθραυστο, έπρεπε να είναι προσεκτική. Οι κλειδώσεις της δούλευαν με έναν ακαθόριστο τρόπο, τα μεταλλικά παρεμβύσματα τσάκιζαν ό,τι δικό της είχε απομείνει. Σίγουρα θα ήταν προτιμότερο να πεθάνει έτσι όπως αυτός την είχε καταντήσει.
  Ήθελε να ξαναδεί τους δικούς της, να ξαναβρεθεί στο σπίτι της και όλα να ήταν όπως παλιά. Τσάμπα ήλπιζε όμως, πως θα μπορούσε να πάει έτσι όπως είχε καταντήσει. Πήγε προς την στοά και κουλουριάστηκε, έπρεπε να κρυφτεί, τώρα ειδικά έπρεπε να παραμείνει αόρατη από τα μάτια του κόσμου.

4 Σεπτέμβρη 1984

  Η τηλεόραση ήταν ανοιχτή και συντονισμένη στις ειδήσεις. Άλλη μια εξαφάνιση γυναίκας είχε καταγραφεί, πάλι χωρίς κανένα ίχνος. Οι δύο ντετέκτιβ καθόντουσαν και άκουγαν προσηλωμένοι το δελτίο, στην γωνία της οθόνης εμφανίστηκε η φωτογραφία της γυναίκας, μια έκκληση βοήθειας από τους κακόμοιρους γονείς. Για άλλη μια φορά το ίδιο μοτίβο στην διαδικασία επιλογής, μελαχρινή μεσαίου αναστήματος.
  Η υπόθεση που είχαν αναλάβει νωρίτερα τον ίδιο χρόνο είχε καταλήξει σε αδιέξοδο και απ’ ότι φαινόταν θα έχει και συνέχεια. Δύο εξαφανίσεις και τώρα άλλη μία, ήταν σίγουροι πως για άλλη μια φορά η κατάληξη θα ήταν η ίδια. Οι έρευνες τους είχαν σταθεί άκαρπες, το μόνο κοινό στοιχείο που είχαν αυτές οι εξαφανίσεις ήταν πως και οι δύο γυναίκες που είχαν χαθεί είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά, σύχναζαν στο ίδιο μαγαζί και πως αργότερα το ίδιο βράδυ είχαν εξαφανιστεί χωρίς να βρεθεί κανένα ίχνος τους πουθενά. Από μαρτυρίες είχαν μάθει πως δεν είχαν πιει πολύ το βράδυ της εξαφάνισης και από τις καταθέσεις των γονιών πρόκυπτε πως και οι δύο ήταν μετρημένες και ήσυχες. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος θα μπορούσε να ‘’εξαφανιστεί’’ ή να τον εξαφανίσουν χωρίς να αφήσει έστω και το παραμικρό στοιχείο πίσω του.               
  Αγανακτισμένοι και απογοητευμένοι κοιταχτήκαν και σχεδίασαν τα βήματα τους που τους ήταν ήδη γνωστά, αύριο θα πηγαίναν στο μπαρ “Twilight” να ρωτήσουν αφού έκαναν πρώτα μια βόλτα από τους γονείς της κοπέλας. Ήταν πεπεισμένοι πως θα άκουγαν και πάλι τα ίδια και θα κατέληγαν στο ίδιο μοναχικό αδιέξοδο, όμως αν μη τι άλλο θα ήταν μια καλή αρχή.  

10 Αυγούστου 1980

  Είκοσι χρόνια είχαν περάσει από τότε που κατάφερε να πάρει την ζωή στα χέρια του. Είχαν περάσει χωρίς όμως να μπορέσει να καταφέρει να ορθοποδήσει. Πίστευε πως άπαξ και ξέφευγε από τα δεσμά του τα πάντα θα έβαιναν αλλιώς. Άραγε η μάνα του πως τα είχε καταφέρει.
  Εκείνη την βραδιά πριν είκοσι χρόνια είχε καταφέρει να τον σκοτώσει και να τον εξαφανίσει, κόβοντας τον μεθοδικά και θάβοντας τον στην πίσω αυλή. Παράτησε το σχολείο με απώτερο σκοπό της ζωής του, να βρει την μητέρα του, εκείνη που τον παράτησε αβοήθητο στα χέρια του κτήνους. Ήθελε να μάθει τον λόγο που τον ξέχασε.
  Μέσα από την σκληρότητα του δρόμου έμαθε την ζωή με τον σκληρό τρόπο. Μέσα από σεξουαλικές και σωματικές κακοποιήσεις, που του θύμιζαν εκείνον, ένιωθε πως το βάσανο του επαναλαμβανόταν σαν μία μονότονη, μουσική λούπα. Με τα χρόνια όμως κατάφερε να ανταπεξέλθει, έμαθε να μισεί την εικόνα της μητέρας του, που την θεωρούσε υπεύθυνη για όσα είχε περάσει και πέρναγε. Το μόνο που του είχε απομείνει από την παλιά του ζωή ήταν εκείνο το κεφάλι της κούκλας, εκείνο που τον απελευθέρωσε, εκείνο που του στάθηκε ποιο πολύ από τον καθένα.
  Είκοσι χρόνια μετά είχε φτάσει στο συμπέρασμα πως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν. Αγκάλιασε το κεφάλι της κούκλας και αναπόλησε τις κούκλες του που του χάριζαν στιγμές χαλάρωσης και ασφάλειας, κάτι που δεν είχε καταφέρει να έχει από τους γονείς του. Σκεφτόταν πόσο καλά θα ήταν τα πράγματα άμα τις είχε ακόμα δίπλα του.

25 Δεκεμβρίου 1983

  Οι χιονισμένοι δρόμοι στην επαρχία Κρέιν ήταν στολισμένοι γιορτινά λόγω των ημερών. Θα πρέπει να ήταν περίπου όλος ο κόσμος έξω, χάχανα και παιχνιδίσματα ακούγονταν παντού. Φιλαράκια περπάταγαν τρεκλίζοντας κρατώντας κουτάκια μπύρας, ζευγάρια προχώραγαν γελώντας κρατώντας ο ένας τον άλλον από το χέρι. Αυτές τις γιορτινές μέρες το γραφείο του σερίφη έκανε τα στραβά μάτια στις ανάλαφρες παρατυπίες.
  Όλοι ήταν χαρούμενοι και ξέγνοιαστοι, όλοι εκτός από τον Φράνσις. Από το υπόγειο του πατρικού του σπιτιού ακουγόταν υπερβολική φασαρία, που όμως λόγω της ημέρας, δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή. Το προηγούμενο βράδυ είχαν φτάσει στη είσοδο της πίσω πόρτας, όπως ο ίδιος είχε υποδείξει στον μεταφορέα, πέντε μεγάλα ξύλινα κουτιά. Μόνος του τα είχε μεταφέρει στο υπόγειο και τα είχε ανοίξει τακτοποιώντας τακτικά στο πάτωμα όλο το περιεχόμενο τους.
  Προσπαθούσε να αφήσει ίσο περιθώριο ανάμεσα στα μεταλλικά κλουβιά, πέντε στο σύνολο, με ισάριθμες μεταλλικές χειροπέδες με αλυσίδα. Είχε ήδη τακτοποιήσει σε μέγεθος και χρώμα τις πολύχρωμες χάντρες και τις μεταλλικές ράβδους τις είχε κόψει σε μικρά σφηνοειδή κομμάτια. Στο μέσο του υπογείου είχε προσαρτήσει πάνω σε σχάρα ένα τεράστιο καζάνι.
  Πέντε μέρες πριν είχε σκαρφιστεί αυτό το σχέδιο, έτσι ώστε να μην είναι ποτέ ξανά μόνος.

5 Σεπτέμβρη 1984

  Είχαν δίκιο και οι δύο. Είχαν καταλήξει σ’ αυτό το συμπέρασμα μετά από την επίσκεψη τους στο σπίτι των γονιών της κοπέλας. Οι ίδιες μαρτυρίες ακριβώς. Ήλπιζαν να είχαν καλύτερη τύχη στο μπαρ.
  Μπαίνοντας μέσα κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιο του αφεντικού. Έναν ξεπεσμένο τσιγκούναρο χίπη που ούτε λεφτά για κάμερες δεν μπορούσε να διαθέσει, κάτι που θα έκανε την δουλειά τους ευκολότερη. Τον βρήκαν να κάθεται στην καρέκλα του γραφείου του ημιμεθυσμένος.
  «Καλημέρα γερό-Τέντ, τι κάνεις; Νομίζω πως γνωρίζεις τον λόγο που ήρθαμε εδώ απόψε».
  «Τον ξέρω που να μην τον ήξερα πανάθεμα με. Δυστυχώς δεν έχω να σας πω τίποτα, δεν γνωρίζω κάτι για την τσούπρα που χάθηκε. Και αν θέλετε την γνώμη μου τα πάντα είναι φτιαχτά, για να διώξουν από την “άψογη” κωλοεπαρχία τους έναν τίμιο εργάτη σαν και εμένα».
  Πάλι αυτός ο μεθύστακας είχε βρεθεί σ’ αυτό το εκστασιακό του ντελίριο και ξεστόμιζε συνωμοτικές μπούρδες, σκέφτηκαν και βγήκαν από το γραφείο του χωρίς να πουν κουβέντα. Καθώς προχωρούσαν προς την έξοδο απογοητευμένοι ένα σφύριγμα τους έκανε να γυρίσουν προς την μεριά της μπάρας. Ήταν ο μπάρμαν που τους έκανε νόημα να πλησιάσουν χωρίς να κάνουν πολύ θόρυβο.
  «Γνωρίζω κάτι που μπορεί να σας βοηθήσει, μόνο μην μάθει το αφεντικό πως σας μίλησα, εντάξει;»
  Και οι δύο έγνεψαν καταφατικά.
  «Ωραία λοιπόν. Μπορώ να σας περιγράψω τον τύπο που μίλαγε η κοπέλα που χάθηκε πριν φύγουν μαζί, με κάθε επιφυλακτικότητα πάντα».
  Έβγαλαν τα μπλοκάκια τους και κρεμάστηκαν κυριολεκτικά από τα χείλη του μπάρμαν. Η περιγραφή που άκουσαν αντιστοιχούσε σε έναν τύπο 30 χρονών περίπου, μετρίου αναστήματος, μελαχρινό, γεροδεμένο και με κάποια μικρά σημάδια στο μέτωπο του. Επιτέλους είχαν κάποιο στοιχείο. Ευχαρίστησαν τον μπάρμαν για την σημαντική πληροφορία και βγήκαν από το μαγαζί, θα πήγαιναν άμεσα να ψάξουν την λίστα δεδομένων μήπως έβρισκαν κάποια διεύθυνση. Και να μην ήταν αυτός ο δράστης τουλάχιστον θα έκανα μία γαμημένη αρχή σε όλο αυτό το μυστήριο.

Σχόλια

Τα καλύτερα