Μια σκοτεινή ματιά στην αέρια αβεβαιότητα της αλήθειας



   
Καθόταν μελαγχολικός στην υγρή και κρύα γωνία του. Προσπαθούσε να βάλει μια σειρά στις τρομερές σκέψεις που ανέσυρε η μνήμη του. Θες από μια αβέβαιη αίσθηση ενοχής ή μιας παράξενη ανάγκης για λύτρωση. Ανάμεσα από τις μεταλλικές γρίλιες του μικρού παραθύρου μπορούσε να διακρίνει την μορφή της σε διάφορες μορφές. Καθώς η μέρα εναλλάσσονταν με την νύχτα η γλυκιά μορφή της ερχόταν και έφευγε. Την μέρα ο εκτυφλωτικός στρογγυλός ήλιος του θύμιζε το γλυκό και αλαβάστρινο πρόσωπο της. Παρέμεινε να το κοιτάει ώσπου τα μάτια του δεν μπορούσαν πλέον να διακρίνουν τίποτα. Την νύχτα τα παιχνιδιάρικα αστέρια του θύμιζαν τα πανέμορφα λαμπερά της ματιά. Με πόση γλυκά τον κοιτούσαν και τον θαύμαζαν. Εκείνες τις μαγικές στιγμές ένιωθε δυνατός και έτοιμος να αντιμετωπίσει τα πάντα. Ένιωθε πως ο χαμός της δεν ήταν παρά ένα ποταπό ψέμα.
  Κάποιες άλλες μέρες όμως τα οράματα άλλαζαν μορφή, καταδικάζοντας την ψεύτικη αλήθεια του. Την μέρα ο στρογγυλός εκτυφλωτικός ήλιος του θύμιζε το πυρωμένο κεφάλι της να ουρλιάζει απεγνωσμένα για βοήθεια. Και εκείνος να μην μπορεί να κάνει τίποτα για την λατρεία του. Την νύχτα πάλι τα παιχνιδιάρικα αστέρια εξέπεμπαν ένα σκοτεινό άλικο φως που του θύμιζε τα κατακόκκινα θανατερά της ματιά καθώς τον εκλιπαρούσε για βοήθεια. Εκείνες τις σκοτεινές νύχτες ένιωθε αβοήθητος μπροστά στον τρόμο της τρέλας που γέμιζε το μιαρό κορμί του. Ένιωθε πως ο χαμός της οφειλόταν στην ανημποριά του, οφειλόταν στην δειλία του. Όμως πως μπορούσε να αλλάξει κάτι που εκείνη αποζητούσε καθ'όλη την διάρκεια της κοινής του ζωής.
Η αλήθεια που ξεστόμιζε με περίσσεια σιγουριά του έδινε δύναμη να αντιμετωπίσει τα βίαια οράματα του. Παρ’όλες τις δυσκολίες που περνούσε το κορμί και η ψυχή του δεν έλεγε να κοιτάξει αλλού. Το βλέμμα του ήταν πάντα καθηλωμένο στο παράθυρο. Φωνές και ήχοι αποσπούσαν στιγμιαία την καθήλωση του. Προσπαθούσε μετά βίας να καταλάβει και να βρει έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αλήθεια την δική του και την αλήθεια που του σέρβιραν ξεδιάντροπα τα οράματα και άλλοι  και τον είχαν φέρει έτσι σ’αυτην την τρομερή κατάσταση.
  Ένα πρωί καθώς βυθιζόταν στο φωτεινό πρόσωπο του ήλιου, δύο ζευγάρια κρύα χέρια τον έπιασαν παραμάσχαλα. Τον απομάκρυναν με βία από την όμορφη μορφή της. Άρχισε να ουρλιάζει και να ωρύετε ώσπου ένα δυνατό χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού του τον άφησε αναίσθητο. Το λαμπερό φως της κρύα λάμπας αλογόνου έκανε τα μάτια του να κλείσουν σχεδόν την ίδια στιγμή που κατάφερε να τα ανοίξει. Το δωμάτιο που βρισκόταν τώρα ήταν τελείως διαφορετικό, κανένα άνοιγμα πουθενά. Δεν μπορούσε να μείνει εκεί, πως θα έβλεπε εκείνη. Άρχισε να τρέχει από γωνιά σε γωνία. Έπεφτε συνεχώς στον άσπρο τοίχο επενδυμένο με πλακάκια. Τα χέρια του και το σώμα του πονούσαν από την προσπάθεια ώσπου έπεσε εξαντλημένος στο πάτωμα. Εκείνη την στιγμή ένα μεταλλικό χώρισμα άνοιξε και από πίσω εμφανίστηκαν δεκάδες βλέμματα καθισμένα σε ισάριθμες καρέκλες να τον κοιτούν ανέκφραστα. Άραγε να το ζούσε αλήθεια αυτό ή μήπως τα οράματα του έπαιζαν κάποιο βρώμικο παιχνίδι. Καθώς μία φωνή άρχισε να ακούγετε από κάποιο κρυφό μεγάφωνο τα δεκάδες βλέμματα άρχισαν να τον κοιτάζουν με μια έμφυτη μοχθηρία. Άρχισε να εκλιπαρεί για βοήθεια. Καμία αντίδραση όμως. Παρέμεινε στο πάτωμα και προσπάθησε να επικεντρωθεί στην παγερή φωνή του μεγάφωνου. Η φωνή ξεστόμιζε κατηγορίες για εκείνον που καμιά σχέση δεν είχαν με την πραγματικότητα. Ξάφνου μια αναλαμπή, ακατέργαστο μίγμα φτιαγμένο από την παγερή φωνή και τα παγερά βλέμματα, ανέδυε μνήμες στο μυαλό του που ο ίδιος με μαεστρία είχε καταπνίξει στα έγκατα της ψυχής του. Σαν ταινία φαντασίας, τρόμου και έρωτα μονταρισμένη με τον πιο αλλοπρόσαλλο τρόπο, για πρώτη φορά μετά από καιρό η πραγματική αλήθεια παιζόταν μέσα στο κεφάλι του.
  Στην εναρκτήρια σκηνή του έργου την έβλεπε εκείνη να τρέχει παιχνιδιάρικα στον χώρο τους και να τον προκαλεί με ερωτικά ναζιάρικα καπρίτσια. Άκουγε πεντακάθαρα τα λόγια αιώνιας αγάπης που αντάλλασσαν μεταξύ τους. Η επόμενη σκηνή τον έφερε στον ίδιο χώρο με πριν. Μόνο που τώρα η ατμόσφαιρα είχε αλλάξει. Άκουγε τώρα φωνές και λόγια μίσους να ξεστομίζουν αβίαστα ο ένας στον άλλον. Η σκηνή αυτή έπαιξε κάμποση ώρα σε λούπα ώσπου τελείωσε με ένα κρεσέντο σωματικής βίας και μετά σκοτάδι. Η τελική σκηνή του έργου έδιωξε από μπροστά του το πέπλο ψέματος που ο ίδιος είχε ρίξει επάνω του. Έβλεπε τώρα έναν άλλο εαυτό του να την καθηλώνει σε μια καρέκλα, χωρίς κανένα ίχνος συγκίνησης ή αγάπης. Έβλεπε τα χέρια του να αιωρούνται από πάνω της αδειάζοντας με ευχαρίστηση το περιεχόμενο του μπιτονιού. Έβλεπε ένα πυρωμένο σπίρτο να πετιέται προς το μέρος της. Έβλεπε το λαμπαδιασμένο κορμί της να συσπάται και να εκλιπαρεί βοήθεια και έλεος.
  Το καρούλι της ταινίας σταμάτησε απότομα, η ταινία είχε τελειώσει. Ένα τρομερό αίσθημα ενοχής τον κατέβαλε καθώς τα βλέμματα τον κοίταζαν. Από κάποιους κρυφούς αεραγωγούς άρχισε να βγαίνει κάποιο περίεργο αέριο. Καθώς το αέριο γέμιζε βίαια τον θώρακα του και έκαιγε το εσωτερικό του κορμιού του προσπαθούσε να φωνάξει για βοήθεια, για έλεος. Τα παγερά βλέμματα κοίταζαν την κατάντια του με ευχαρίστηση και αγαλλίαση. Πνιγμένος πλέον από το αέριο ήταν πεπεισμένος πως δεν πρόκειται να λάβει καμιά βοήθεια, όπως άλλωστε και ο ίδιος δεν είχε δώσει.

Σχόλια

Τα καλύτερα