Το εργοστάσιο της φαντασίας - Μέρος 1ο








Μέρος 1ο: Το μήνυμα


Η μέρα σήμερα ήταν ηλιόλουστη, ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα απ’ τις συνεχείς βροχές της περασμένης βδομάδας. Μέσα σε όλη αυτήν την αναμπουμπούλα δύο παιδιά είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς, στην τηλεόραση γινόταν χαμός. Παρ’ όλα αυτά όμως το προάστιο ξαφνικά άρχισε να αποκτά ζωή. Τα πουλιά βγήκαν απ’ τις φωλιές του και άρχισαν τα παιχνιδιάρικα τιτιβίσματα, ο κόσμος άρχισε να βγαίνει χωρίς άγχος απ’ τα σπίτια του, αν και κάπως μουδιασμένος απ’ τα άσχημα νέα.

Από το βάθος του δρόμου ακούστηκαν φωνές και γέλια. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα ο Τζακ με τον καλύτερό του φίλο, Ντρέικ, έτρεχαν με τα ποδήλατα τους στον νωπό ακόμα δρόμο. Έκαναν κόντρα μεταξύ τους για το ποιος θα φτάσει πρώτος στο ζαχαροπλαστείο, είχαν μέρες να βρεθούν λόγω της βροχής και ανυπομονούσαν να τα πουν με την συνοδεία του γλυκού τους. Δεν είχαν προλάβει καν να χαιρετιστούν, συναντήθηκαν στην γνωστή τους διασταύρωση και με το γνωστό σινιάλο τους με το κεφάλι, συνέχισαν να ποδηλατούν. Όταν πλέον έφτασαν έξω απ’ το ζαχαροπλαστείο και οι δύο τους ήταν πολύ ιδρωμένοι και λαχανιασμένοι. Για ένα δέκατο του δευτερολέπτου μόνο ο Τζακ είχε φτάσει πρώτος, κάτι που ισοδυναμούσε με κέρασμα του Ντρέικ. Οι δύο φίλοι κατέβηκαν απ’ τα ποδήλατά τους και χαιρετηθήκαν, χωρίς όμως να αγκαλιαστούν, πλέον ήταν 16 χρονών άντρες, αυτά ήταν για τα μικρά παιδιά. Παρ ‘όλη την χαρά που είχαν κάτι στο πρόσωπο και των δυο εκδήλωνε μια βαθιά ανησυχία. Πήραν από ένα μιλκσείκ σοκολάτα ο καθένας και μια πάστα που θα μοιραζόντουσαν και κάθισαν στο τραπέζι. Στο μαγαζί είχαν φτάσει απ’ τους πρώτους, δεν είχε ακόμα κίνηση. Ο ήλιος άρχισε να ανεβάζει θερμοκρασία και να στεγνώνει τον βρεγμένο δρόμο και τα κτίρια. Αφού κάθισαν στο τραπέζι ήπιαν το μιλκσείκ μονορούφι και ύστερα ο Τζακ κοίταξε τον Ντρέικ με το ίδιο ανήσυχο βλέμμα. 

Άρχισε να του λέει για το τι ακριβώς συνέβη στο δωμάτιό του πριν ακριβώς δυο μέρες. Μια πέτρα είχε σπάσει το τζάμι του δωματίου του, εκείνος είχε σηκωθεί από την καρέκλα του απότομα και πήγε να δει ποιος την πέταξε, κανείς όμως δεν φαινόταν. Ύστερα έψαξε για την πέτρα, την βρήκε τελικά κάτω απ’ το κρεβάτι του και την σήκωσε. Ήταν τυλιγμένη με ένα κομμάτι χαρτί. Το άνοιξε με προσοχή, οι παλμοί της καρδιάς του είχαν αυξηθεί απ’ την αγωνία. Το χαρτί πάνω του είχε γραμμένο ένα παράξενο κείμενο, το οποίο του προκάλεσε τρομερή αναστάτωση καθώς το διάβαζε.
«Σε τρεις μέρες από τώρα θα πρέπει να καταστρέψεις την πηγή του κακού. Βρίσκεται στο μέρος που δεν υπάρχει ζωή. Μόνο όταν ο καυτός ήλιος θα πέσει θα αποκαλυφτεί αυτό το μέρος. Αν αποτύχεις ότι αγαπάς θα χαθεί».
 Αυτά έλεγε το κείμενο στο χαρτί. Με το που το διάβασε το χαρτί αναφλέχθηκε στα χέρια του, το πέταξε ξαφνιασμένος κάτω και το πάτησε με το πόδι του για να σβήσει.
Ο Ντρέικ όλη αύτη την ώρα τον άκουγε χωρίς να θέλει να τον διακόψει. Η ιστορία του φίλου του τον παραξένεψε και τον προβλημάτισε. Διέκρινε στο πρόσωπό την ίδια απόγνωση και τρομάρα που ένιωθε και αυτός. Χωρίς άλλη αναμονή ο Ντρέικ ξεκίνησε να λέει για το δικό του συμβάν, το οποίο σαν του Τζακ, έτσι και σ ’αυτόν είχε συμβεί πριν ακριβώς τρεις μέρες.
Ενώ καθόταν στο κρεβάτι του το βράδυ και χάζευε καρτούν, άκουσε την πόρτα του δωματίου του να χτυπάει. Υπέθεσε πως θα ήταν η μητέρα του που ερχόταν να τον μαλώσει επειδή ακόμα δεν είχε κλείσει την τηλεόραση. Έκλεισε γρήγορα την τηλεόραση και έπεσε κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ελπίζοντας να μην είχε ακούσει τίποτα. Τα χτυπήματα στην πόρτα όμως δε σταμάτησαν. Απόρησε και σηκώθηκε για να δει ποιος ήταν. Άνοιξε την πόρτα όμως κανένας δεν ήταν εκεί, ένιωσε στον ώμο του μια κρύα ριπή ανέμου, και γεμάτος απορία έκλεισε ξανά την πόρτα. Ξάπλωσε στο κρεβάτι του ξανά και σκεπάστηκε. Μπροστά του τότε είδε μια περίεργη διαφανή φιγούρα να τον κοιτάει, προσπάθησε να φωνάξει την μητέρα του μα δε μπορούσε να μιλήσει, προσπάθησε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι μα δε μπορούσε ούτε να κινηθεί. Η διαφανή φιγούρα τότε άρχισε να βγάζει κάτι ήχους, οι οποίοι κατά έναν περίεργο λόγο στα αυτιά του μεταφέρονταν ως κανονική ομιλία.
«Σε τρεις μέρες από τώρα θα πρέπει να καταστρέψεις την πηγή του κακού. Βρίσκεται στο μέρος όπου δεν υπάρχει ζωή. Μόνο όταν ο καυτός ήλιος θα πέσει θα αποκαλυφτεί αυτό το μέρος. Αν αποτύχεις ότι αγαπάς θα χαθεί».
 Ύστερα από αυτά τα λόγια η διαφανή φιγούρα διαλύθηκε.

Οι δύο φίλοι κοιτιόντουσαν στα μάτια με την ίδια αγωνία. Ακόμα και τώρα δε μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που τους είχε συμβεί, πως γινόταν και οι δύο ακριβώς τη ίδια νύχτα να είχαν λάβει ακριβώς το ίδιο μήνυμα με αυτούς τους αλλοπρόσαλλους τρόπους. Και οι δύο συμφώνησαν πως και περίεργο επρόκειτο να συμβεί, όμως δε μπορούσαν να καταλάβουν τι και πως. Η αλήθεια ήταν πως μέχρι και σήμερα το πρωί δεν είχαν δώσει ιδιαίτερή σημασία στα λεγόμενα του μηνύματος, προσπαθούσαν να ξεχάσουν αυτό που νόμιζαν έναν εφιάλτη. Όμως σήμερα ο καιρός είχε αλλάξει και ένας πραγματικά καυτός ήλιος είχε κάνει την εμφάνιση του, όπως ακριβώς είχε ειπωθεί στο μήνυμα που είχαν λάβει και οι δυο τους. Αυτό σήμαινε πως το ίδιο κιόλας βράδυ θα έπρεπε να τους αποκαλυφτεί το μέρος χωρίς ζωή, το μέρος που βρισκόταν η πηγή του κακού. Αποφάσισαν πως έπρεπε κάτι να κάνουν, ότι περνούσε απ’ το χέρι τους, για να μη χάσουν αυτά που αγαπούσαν. Σήμερα το βράδυ έπρεπε να είναι μαζί για να δουν πιο είναι αυτό το μέρος χωρίς ζωή. Ο Ντρέικ θα πήγαινε να μείνει για το βράδυ στο δεντρόσπιτο του Τζακ, ήταν ψηλό και από πάνω μπορούσαν να δουν ανενόχλητοι οτιδήποτε και να παρουσιαζόταν όταν θα έπεφτε ο ήλιος. Αυτό που έμενε τώρα ήταν να είναι έτοιμοι για το ότι θα μπορεί να συναντούσαν σε εκείνο το μέρος. Έπρεπε να εφοδιαστούν με πολεμοφόδια, είχαν τα ρόπαλα και τις σφεντόνες τους.

 Αργά το απόγευμα και οι δυο τους συναντήθηκαν στο δεντρόσπιτο, είχαν φέρει τα όπλα τους όπως είχαν συμφωνήσει. Ο Ντρέικ είχε ψάξει στο γκαράζ του πατέρα του και είχε βρει κάτι μεταλλικές μπίλιες, ίσως από ρουλεμάν, οι οποίες θα  ήταν ιδανικές για τις σφεντόνες τους. Κάθισαν και οι δύο αμίλητοι και περίμεναν για την ώρα που θα πέσει ο ήλιος, για την ώρα που θα αποκαλύπτονταν μπροστά τους αυτό το μέρος χωρίς ζωή. Η ώρα είχε πλησιάσει 17:00,ο ήλιος είχε αρχίσει την καθοδική του πορεία και οι δυο τους είχαν παραμείνει με κομμένη την ανάσα να τον κοιτάνε.

Συνεχίζεται...

Σχόλια

Τα καλύτερα