Square off









Καθόταν σκεπτικός στο μεγάλο οβάλ τραπέζι του γραφείου του. Στον απέναντι υαλοπίνακα υπήρχαν διάσπαρτα τα στοιχεία που θα τον οδηγούσαν στην πιθανή εξιχνίαση του εγκλήματος. Εδώ και σχεδόν μισό χρόνο είχε χωθεί με τα μούτρα στην δουλειά ώστε να μπορέσει να βρει στοιχεία για την υπόθεση που είχε αναλάβει.

Αυτήν την αιθέρια ύπαρξη που είχε περάσει με τέτοιο μπρίο το κατώφλι του ταπεινού του γραφείου, την θυμόταν πολύ καθαρά λες και πέρασε αποκεί μόλις χθες. Είχε αρχίσει να του μιλάει πριν ακόμα κάτσει στην καρέκλα απέναντί του και πριν ακόμα να της απευθύνει τον λόγο. Η ομορφιά της ήταν αφοπλιστική και η ομιλία της μεθυστική και χωρίς εκείνος να το καταλάβει είχε παραμείνει να την κοιτάει σαν μαγεμένος.

Του ζήταγε να ερευνήσει την εξαφάνιση του αρραβωνιαστικού της, ο οποίος χάθηκε χωρίς κανένα ίχνος ενώ προσπαθούσε να τελειοποιήσει την τεχνική του στο σκάκι. Είχε βρεθεί μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, αλλά όχι σε ένα οποιοδήποτε, σε ένα φινετσάτο και ακριβό δωμάτιο. Η αστυνομία δεν είχε καταφέρει να βρει τίποτα πάρα μόνο τρεις πηχτές κηλίδες αίματος πάνω στην σκακιέρα. Αυτοί είχαν υποθέσει πως κάποιος πιθανώς να τον είχε χτυπήσει στο κεφάλι, εκείνος να είχε πέσει αναίσθητος και ύστερα να τον είχαν μεταφέρει κάπου. Όταν όμως οι μέρες πέρασαν και δεν είχε παρουσιαστεί κάποιος για να ζητήσει λύτρα όλες οι υποψίες έπεσαν στην όμορφη πελάτισσά του. Αυτός ήταν και ο λόγος που τότε εκείνη αποφάσισε να απευθυνθεί σ ’αυτόν, στην πιάτσα των ιδιωτικών ντετέκτιβ τόσα χρόνια είχε χτίσει ένα ακλόνητο όνομα.

Απ’ τα πρώτα στοιχεία που του κίνησαν την περιέργεια ήταν πως η σκακιέρα, παρόλο που ο αρραβωνιαστικός της, σύμφωνα με την γνωμάτευση της αστυνομίας είχε πέσει αναίσθητος επάνω της, ήταν αλώβητη. Είχε ζητήσει να την δει όμως για έναν περίεργο λόγο το αίτημα του δεν είχε γίνει δεχτό απ’ τον αρχηγό της αστυνομίας. Δεν του είχαν δώσει μια πιστευτή δικαιολογία όμως το φέρσιμό τους ήταν παράξενο. Για μήνες γυρόφερνε την υπόθεση όμως πάντα όταν το ένστικτό του του έλεγε πως έφτανε στην λύση κάτι μέσα του τον εμπόδιζε να την βρει, μια δύναμη εντελώς αφοπλιστική και πάρα πολύ δυνατή.

Τον τελευταίο μήνα και ενώ εκείνος είχε παραιτηθεί απογοητευμένος απ’ την υπόθεση, τα νέα της εφημερίδας έθεσαν τον εγκέφαλό του σε εγρήγορση. Μια παρόμοια εξαφάνιση είχε συμβεί, πάλι πάνω σε σκακιέρα, με τα ίδια ακριβώς ευρήματα. Και πάλι το όλο σκηνικό είχε εκτυλιχθεί στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Σκέφτηκε πως κάπως έπρεπε να συνδέονται αυτοί οι δύο εξαφανίσεις, όμως του ήταν αδύνατον να μπορέσει να βρει τον κύριο παρονομαστή που θα μπορούσε να ενώσει τις γραμμές. Υπέθεσε πως είχε να κάνει με κάποιον κατά συρροή δολοφόνο ίσως με έντονο φετίχ στο σκάκι και στα λουξ δωμάτια ξενοδοχείων.

Κοίταζε τον υαλοπίνακα με τέτοια ένταση που τα μηλίγγια του ήταν έτοιμα να πεταχτούν έξω. Κάπου μέσα σ ‘αυτόν τον πανικό από γραμμές, ορνιθοσκαλίσματα και εικόνες έπρεπε να βρισκόταν η λύση. Ήταν πολύ μπερδεμένος. Αποφάσισε να γεμίσει ένα μεγάλο νεροπότηρο με ουίσκι, το ήπιε μονοκοπανιά και ένιωσε το κάψιμο μέσα του να του αφυπνίζει όλο του το κορμί. Κάθισε πάλι στην καρέκλα του και προσπάθησε να δει με καθαρό κεφάλι τον υαλοπίνακα. Όλα τα στοιχεία είχε καταφέρει να τα βρει πολύ ευκολά, το μόνο δύσκολο ήταν να αποκτήσει πρόσβαση στην σκακιέρα. Ήξερε πάντως πως είχε δοθεί στην εκλιπούσα πελάτισσα του για λόγους συναισθηματικούς, κάτι που τον έβρισκε τελείως αντίθετο για μια υπόθεση που παρέμενε ανοιχτή. Τότε του ήρθε μια ιδέα την οποία το μυαλό του δεν είχε προσπαθήσει να εμποδίσει, όπως έκανε τους τελευταίους έξι μήνες, έπρεπε να δει από κοντά εκείνην την σκακιέρα.

Σήκωσε το τηλέφωνο για να πάρει την πελάτισσά του, όμως το ένστικτό του έσφιξε με δύναμη το στομάχι του. Έκλεισε το τηλέφωνο αποφασιστικά και με τα δύο του δάκτυλα έξυσε το πηγούνι του, για κάποιο αδιευκρίνιστο λόγο δεν της είχε εμπιστοσύνη, πίστευε πως αυτή της η ομορφιά κάτι έκρυβε και ακόμα όσοι εμπλέκονταν με την υπόθεση της είχαν αυτό το μάγεμα που ένιωσε και εκείνος όταν την πρωτοείδε. Το ίδιο κιόλας βράδυ έφτασε έξω απ’ το σπίτι της, ένα θεσπέσιο δείγμα αρχιτεκτονικής. Το να μπει μέσα ήταν εύκολο γι’ αυτόν, άλλωστε τόσα χρόνια στην δουλεία είχε μάθει να ανοίγει και την πιο δύσκολη και απαραβίαστη κλειδαριά.

Το σπίτι μέσα έμοιαζε ερημωμένο και κρύο. Άναψε τον φακό του και περιπλανήθηκε στους διαδρόμους, ήλπιζε να μην ήταν κανένας στο σπίτι. Ο διάδρομος τον έβγαλε σε δύο μεγάλες πόρτες, και αυτές ήταν κλειδωμένες. Σε ένα δέκατο του δευτερολέπτου την άνοιξε με μεγάλη ανυπομονησία, λες και είχε ήδη το κλειδί. Με τον φακό σάρωσε τον χώρο, το μόνο που υπήρχε στο μεγάλο δωμάτιο ήταν ένα τραπέζι. Πλησίασε και έριξε την δέσμη του φακού, πάνω του ήταν η σκακιέρα. Την περιεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, ήταν στημένη έτσι ώστε να ξεκινήσει μια καινούργια παρτίδα, το μόνο που έλειπε ήταν δύο πιόνια απ’ την πλευρά των μαύρων και το πιόνι της βασίλισσας απ’ την μεριά των λευκών. Υπέθεσε πως θα είχαν χαθεί στην μεταφορά. Κάθισε στη καρέκλα μπροστά από την σειρά των λευκών για να μπορέσει να περιεργαστεί από κοντά την σκακιέρα. Ως δια μαγείας τα φώτα του δωματίου άναψαν και μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πολύ μακριά. Μπροστά του εμφανίστηκε μια γυναικεία φιγούρα όμοια με την μορφή του χαμένου πιονιού την βασίλισσας. Δεν μίλαγε πάρα μόνο τον κοίταζε. Έσφιξε τα μάτια του ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα ποιον είχε μπροστά του, το έντονο φως που περίκλειε την φιγούρα του το καθιστούσε δύσκολο. Τελικά το φως άρχισε να υποχωρεί και μπροστά του η φιγούρα απέκτησε τη μορφή της πελάτισσας του. Παρέμεινε να την κοιτάει αποσβολωμένος. Προσπάθησε να σηκωθεί απ’ την καρέκλα όμως δύο ιμάντες βγαλμένοι απ’ το πουθενά τον ακινητοποίησαν στην θέση του, μόνο τα χέρια του μπορούσε να κινήσει.

Την ρώτησε τη συνέβαινε εδώ, ποια ήταν αυτή τελικά και γιατί στο διάολο βρισκόταν δεμένος στην καρεκλά. Η εξήγηση της όμως τον άφησε στήλη άλατος. Του είπε πως πριν πολλά χρόνια είχε εγκλωβιστεί μέσα στην σκακιέρα ως βασίλισσα των λευκών κομματιών από ένα περίεργο κείμενο το οποίο με το που το διάβασε περίεργες δυνάμεις την είχαν κλειδώσει στην δομή της σκακιέρας. Μοναδική της σωτηρία, σύμφωνα με το κείμενο, ήταν μια ολοκληρωτική νίκη των αντίπαλων κομματιών σε μια αληθινή παρτίδα σκακιού. Η προϋπόθεση για να ελευθερωθεί απ’ τα δεσμά της σκακιέρας ήταν πως μόνη της έπρεπε να δελεάζει τους παίχτες, οι οποίοι με την σειρά τους θυσιάζονταν για την σωτηρία της. Καθένας από αυτούς συμβόλιζε και ένα απ’ τα κομμάτια που λείπανε.

Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που άκουγε, πίστευε πως από στιγμή σε στιγμή θα ξύπναγε από ένα πολύ κακό όνειρο. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως είχε λύσει μια υπόθεση μετά από τόσους μήνες και πώς ο κόπος του ήταν ανούσιος. Προσπάθησε για άλλη μια φορά να σηκωθεί όμως τα δεσμά έσφιξαν ακόμα πιο πολύ. Δεν έχεις να πας πουθενά τώρα, δεν μπορούσες να ξεχάσεις την υπόθεση, που αν μη τι άλλο υπήρξε ένας αντιπερισπασμός, έπρεπε να την λύσεις. Τώρα δυστυχώς πρέπει να παίξεις και πιστεύω πως ήδη γνωρίζεις την κατάληξη της παρτίδας. Η σκακιέρα με μια αστραπιαία κίνηση γύρισε φέρνοντας μπροστά του τα μαύρα πιόνια και εκείνη, μέσα από μία εκτυφλωτική λάμψη μεταμορφώθηκε στο χαμένο πιόνι της λευκής βασίλισσας. Η πρώτη κίνηση απ’ τα λευκά πιόνια είχε ήδη παιχτεί. Ένιωθε ανήμπορος και απογοητευμένος με τον εαυτό του καθώς με την σειρά του έκανε την δικιά του κίνηση, σε μια παρτίδα με προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα.

Σχόλια

Τα καλύτερα