Μια απρόσμενη συνάντηση






Αποφάσισε να βγει έξω, απ’ το παράθυρο έβλεπε τον ήλιο να προβάλει άναρχα μέσα από τα σύννεφα.
Πέρασε την πόρτα της πολυκατοικίας και περπάτησε στο πεζοδρόμιο. Το παλιό τραύμα στο πόδι του τον ταλαιπωρούσε χρόνια και παρ’ όλες τις θεραπείες, ακόμα κούτσαινε. Καθώς έστριβε στην γωνία έφτασε στα ρουθούνια του η μυρωδιά από hot dog. Δεν πεινούσε ιδιαίτερα, όμως δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ αυτήν την μυρωδιά που του θύμιζε παλιές εποχές όπου αλήτευε με την παλιοπαρέα στα πέριξ. Πλησίασε το καρότσι και περίμενε στην ουρά, είχε αλλά δύο άτομα μπροστά του. Παρατήρησε το καρότσι το οποίο ήταν μέσα στην γλίτσα και ο πωλητής ένας χοντρός λιγδιασμένος άντρας. Από εκεί που βρισκόταν έβλεπε τα χέρια του, που με νωχελικές κινήσεις έχωναν τα γλυκά ψημένα λουκάνικα στα ψωμάκια, τόσο τεράστια και βρώμικα και αναρωτήθηκε αν πληρούσε έστω και στο ελάχιστο κάποιους κανόνες υγιεινής. Μα τι σκεφτόταν τώρα, περίμενε στην ουρά για να αγοράσει hot dog, έτσι έπρεπε να σερβίρετε ένα λουκάνικο που σέβεται τον εαυτό του, λιγδιασμένα και βρώμικα.
Πρέπει να είχε αφεθεί στις σκέψεις του γιατί ένιωσε ένα χέρι να τον σκουντάει στον ώμο. Έστρεψε το βλέμμα του κάτω και αντίκρισε τον προπορευόμενο πελάτη της ουράς, ο οποίος είχε τώρα γυρίσει προς το μέρος του κοιτώντας τον επίμονα. Το πρόσωπό του ήταν τρομακτικό, χοντρό γεμάτο αχνές χαρακιές και σημάδια και μια πιο βαθιά χαρακιά που περνούσε δια μέσω του δεξιού ματιού του, το οποίο είχε ένα περίεργο άσπρο χρωματισμό, σε αντίθεση με το καφετί αριστερό.
–        Τι κάνεις James, χρόνια και ζαμάνια, είπε ο τύπος με μια στεντόρεια και εξίσου τρομακτική μ’ αυτόν φωνή.
–        Συγνώμη ποιος είσαι, δεν νομίζω πως σε γνωρίζω.
–        Έλα καλέ James ο Steward είμαι. Δεν θυμάσαι πως κάναμε τσάρκες σε αυτούς τους ίδιους δρόμους;
Τον κοιτούσε αποχαυνωμένος, δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Ένα μαύρο πέπλο κάλυπτε και τις πιο σκοτεινές γωνίες του μυαλού του.
–        Συγνώμη αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα.
–        Εντάξει το καταλαβαίνω, δεν περίμενα και κάτι άλλο. Άλλωστε έχουν περάσει και είκοσι χρόνια από την τελευταία φορά που μιλήσαμε.
Κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας μαζί του.
–        Μένεις εδώ κοντά; ρώτησε ο Steward.
–        Ναι, λίγο πιο κάτω.
–        Ώστε τόσα χρόνια στο ίδιο μέρος; Θυμάμαι ότι τότε, πριν είκοσι χρόνια, είχες πρωτονοικιάσει αυτήν την τρύπα.
Νεύριασε προς στιγμή, πως μπορούσε ένας άγνωστος να του μιλάει έτσι για το σπίτι του. Το μένος που ένιωθε είχε την γεύση αίματος, που το κατάπιε χωρίς να πει τίποτα. Μια σιδερένια γεύση κατέκλυσε το στόμα του.
–        Λοιπόν τι λες να πάμε στο σπίτι σου να μιλήσουμε και να θυμηθούμε τα παλιά;
–        Και δεν πάμε, είπε κομπιάζοντας και με μεγάλη αφέλεια.
Καθώς προχώραγαν προς το σπίτι του σιχτίριζε τον εαυτό του για την επιλογή αυτή. Πως μπορούσε να καλέσει έναν άγνωστο σπίτι. Τον έτρωγε όμως η περιέργεια να μάθει πιο πολλά για τον ίδιο. Είχε ξεχάσει αρκετά και αν αυτός ο τρομακτικός τύπος θα έβγαζε το μαύρο πέπλο, ε τότε χαλάλι. Άλλωστε στο σπίτι του είχε όλα τα σύνεργα για να προστατευθεί. Ανέβηκαν τα σκαλιά γρήγορα και μπήκαν στο σπίτι. Μπήκαν στη κουζίνα και κάθισαν στο φτηνό ξύλινο τραπέζι με τις άβολες καρέκλες, που σχεδίαζε χρόνια να το αλλάξει.
–        Λοιπόν, για πες μου για το παρελθόν, είπε ο James κοιτώντας τον Steward στο καλό του μάτι.
Το πρόσωπο του Steward άρχισε να κοκκινίζει, οι ουλές του συσπάζονταν λες και είχαν ψυχή. Το βλέμμα του αγρίεψε, τα φρύδια του είχαν δημιουργήσει ένα κατηφορικό τόξο που αγκάλιαζε τα μάτια του και το οποίο σε συνάρτηση με το τυφλό μάτι του τον έκανε ακόμα πιο τρομακτικό. Έβγαλε ένα πιστόλι και το ακούμπησε στο τραπέζι με την κάνη προς το μέρος του James.
–        Θες να θυμηθείς το παρελθόν ρε, τολμάς και λες πως δεν θυμάσαι τίποτα; 
–        Μα είναι η αλήθεια δεν θυμάμαι, τι έχω κάνει; είπε φανερά τρομαγμένος με σηκωμένα τα χέρια.
–        Δεν θυμάσαι δηλαδή πως εξαιτίας σου έφαγα είκοσι χρόνια στην φυλακή; Δεν θυμάσαι πως μου έβγαλες το μάτι;
–        Δεν θυμάμαι αλήθεια λέω.
–        Άλλη μια φορά να πεις δεν θυμάμαι ρε και στην άναψα. Βγάλε τον σκασμό και άκουσέ με προσεκτικά. Πριν είκοσι χρόνια κάναμε μαζί μια ληστεία επιτυχημένη, μέχρι που αποφάσισες να κελαηδήσεις στους μπάτσους. Τα ξέρασες όλα, με κυνήγαγαν για μέρες αλλά ήξερα καλά τα κατατόπια. Σε βρήκα όμως παρ’ όλη την προστασία που σου παρείχαν. Τότε με έπιασαν, κατάφερα όμως να σε χτυπήσω καλά στα πόδια και εσύ σαν δειλός που είσαι με χαράκωσες σαν καμιά πόρνη λιμανιού στο πρόσωπο.
Ο James κοίταξε το πόδι του, ώστε για αυτό τον ταλαιπωρούσε τόσα χρόνια. Αμυδρά άρχισε να διαλύεται το πέπλο και να του έρχονται σκόρπιες μνήμες στο μυαλό του. Τελικά αναγνώρισε τον τύπο μπροστά του, υπήρξε ένας από τους καλύτερους του φίλους. Θυμήθηκε και την ληστεία, γερή μπάζα που θα τους ξελάσπωνε για μια ζωή. Θυμήθηκε όμως και τους μπάτσους που τον παγίδευσαν ώστε να πει τα πάντα, δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, όμως ποιος θα τον πίστευε, πάντως όχι αυτό το αγρίμι που είχε μπροστά του. Τουλάχιστον είχε καταφέρει να σώσει ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων.
Ο Steward σηκώθηκε έξαλλος και κόλλησε το πιστόλι στο μέτωπό του.
–        Τώρα μίλα, πες μου που έχεις κρύψει τα λεφτά. Πες μου και ίσως την γλυτώσεις.
–        Δεν ξέρω, είπε ριψοκινδυνεύοντας μια σφαίρα, ήξερε που τα είχε, ένα από τα λίγα πράγματα που θυμόταν.
Του έριξε μια σφαλιάρα με το πιστόλι, όχι πολύ δυνατή ήταν η αλήθεια, που τον έκανε να πέσει από την καρέκλα.
–        Τελευταία σου ευκαιρία να την γλυτώσεις, πες μου που τα έχεις κρύψει. Σήκω και μίλα ρε.
Η φωνή του είχε αρχίσει να χάνει την χροιά της και να μεταμορφώνεται σε κάτι απόκοσμο και βίαιο. Ο James όσο ήταν κάτω κατάφερε να βγάλει από το κομμένο σοβατεπί μια λεπίδα πολύ κοφτερή. Την έκρυψε στο μανίκι του και σήκωσε τα χέρια του. Βρέθηκε ξανά αντιμέτωπος με την κάνη του πιστολιού. Με μια αστραπιαία κίνηση χτύπησε το χέρι που βαστούσε το όπλο παραμερίζοντας το. Μια πιστολιά ακούστηκε και μια σφαίρα τρύπησε τον τοίχο. Ξαφνιασμένος ο Steward προσπάθησε να τον χτυπήσει με το κεφάλι του. Ο James όμως είχε βγάλει την λεπίδα και του κατάφερε μια χαρακιά στο αριστερό του μάτι, ίδια με την προ είκοσι ετών χαρακιά. Ο Steward έπεσε στο πάτωμα σαν τεράστιο δέντρο που μόλις το έκοψαν ουρλιάζοντας από πόνο. Ο James πήγε από πάνω του και ακούμπησε με τα γόνατά του στο στήθος του.
–        Θυμήθηκα ρε γιατί τότε σε είχα προδώσει, μετά την ληστεία σκότωσες την γυναίκα μου με την πρόφαση ότι θα μας μαρτυρούσε. Την γλίτωσες από έμενα με την φυλακή ενώ έπρεπε τότε να είχες πεθάνει.
Ένα μουγκρητό πόνου βγήκε από το στόμα του Steward και προσπάθησε να ελευθερωθεί στα τυφλά από την λαβή του. Ο James ύψωσε την λεπίδα που έλαμψε καθώς έσκισε τις ακτίνες του ήλιου και με μια κοφτή κίνηση του έκοψε το λαρύγγι.


Σχόλια

Τα καλύτερα