Το όραμα της μνήμης



  
  Ο καιρός είχε αρχίσει επιτέλους να φτιάχνει μετά από πολλούς μήνες. Μια απροσδιόριστη έκρηξη είχε κρύψει τον ήλιο και όξινη βροχή είχε αναγκάσει τον κόσμο να κλειδαμπαρωθεί στα σπίτια του. Τώρα όμως τα βαριά όξινα σύννεφα έδιναν την θέση τους σ' έναν λαμπερό ήλιο, έναν πολύ διαφορετικό ήλιο απ' ότι είχαν συνηθίσει. Όλος ο κόσμος από πολύ νωρίς είχε αρχίσει δειλά να βγαίνει έξω στον δρόμο και να χαίρεται αυτόν τον πολλά προσδοκώμενο ήλιο, ήταν λες και έβλεπες σαλιγκάρια σε έξαρση μετά από βροχή. Μόλις είχε ξυπνήσει ο Λάρι και έβλεπε τον κόσμο να παιχνιδίζει χαρούμενα πίσω από το παράθυρο του σπιτιού του, την μοναδική του διασκέδαση όλο αυτόν τον καιρό του εγκλεισμού. Όλοι χάζευαν τον ήλιο που είχε ξεπροβάλει λαμπερός και δυνατός, στεγνώνοντας το έδαφος που είχε μουλιάσει από την παρατεταμένη βροχή των προηγούμενων μηνών. Προσπαθούσαν να τον χορτάσουν μιας και ήταν ένα παράδοξο, γι' αυτούς, φαινόμενο. Ήταν σαν ένα θείο δώρο για όλους και όλοι ήλπιζαν να κρατήσει, τουλάχιστον για κάμποσο, η συνεχόμενη μαυρίλα τους είχε καταρρακώσει όλους.

  Ο Λάρι αποφάσισε και αυτός να βγει έξω. Η κλεισούρα τον είχε τρελάνει, ήθελε και ο ίδιος να γευτεί και να αισθανθεί τις ακτίνες του ήλιου στο πρόσωπό του. Τις βροχερές μέρες που πέρασαν είχε απομείνει καθηλωμένος στο σπίτι να καταναλώνει με μανία βιβλία και να αναπολεί την γυναίκα στην προβλήτα. Αυτή την αιθέρια ύπαρξη που τόσο του άρεσε να χαζεύει χωρίς όμως να έχει καταφέρει να βρει το θάρρος να της μιλήσει. Βγαίνοντας από το σπίτι του οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν το πρόσωπο του. Ρίγησε νιώθοντας αυτό το φωτεινό χάδι που τον αναζωογόνησε. Προσπάθησε να στρέψει το βλέμμα του προς τον ουρανό για να τον δει, του ήταν όμως αδύνατο, ήταν πολύ έντονος. Η θέρμη του ήταν πολύ δυνατή και πολύ μεθυστική. Περπάτησε ήρεμα χαζεύοντας την εναλλαγή του τοπίου που γινόταν με τρόπο μαγικό, τα πάντα ως δια μαγείας είχαν αποκτήσει το χρώμα της ζωντάνιας. Του φάνηκε παράξενο μιας και ο ίδιος νόμιζε πως τα πάντα θα είχαν το σάπιο χρώμα του θανάτου. Είδε όμως πως κανένας δεν έδινε σημασία και έτσι αποφάσισε να διώξει από το κεφάλι του αυτές τις επικίνδυνες σκέψεις. Έτσι βρήκε τον δρόμο μέσα από το δάσος ο οποίος οδηγούσε στην προβλήτα, εκεί που την είχε δει πριν πολλούς μήνες για τελευταία φορά. Το δάσος ήταν πολύ πυκνό και οι ακτίνες του ήλιου με δυσκολία πέρναγαν ανάμεσα από τα κλαδιά δημιουργώντας φωτεινά μπαλώματα στο έδαφος. Το χώμα ήταν ακόμα νωπό και κάθε του βήμα κατέληγε σε λάσπη, τίποτα όμως δε θα μπορούσε να του χαλάσει την διάθεση. Όσο πλησίαζε προς την προβλήτα τόσο η αδημονία του για να την δει γινόταν όλο και πιο έντονη. Θα την έβρισκε άραγε εκεί, θα είχε άραγε καταφέρει να επιζήσει, θα μπορούσε να βρει επιτέλους το θάρρος να της μιλήσει; Ερωτήματα στροβιλίζονταν στο κεφάλι του στα οποία ακόμα δεν μπορούσε να δώσει καμία απάντηση. Αφού λάσπωσε τα παπούτσια του λίγο ακόμα βγήκε στο ξέφωτο που οδηγούσε στην λίμνη, εκεί ήταν και η προβλήτα. Το τοπίο και εδώ ήταν απροσδόκητα ζωντανό και καταπράσινο, και πάλι ο Λάρι δεν έδωσε σημασία μιας και είχε φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την προβλήτα. Πάνω στην προβλήτα έπεφτε ο ήλιος σαν προβολέας καλύπτοντας την φιγούρα της. Ήταν εκεί, ήταν απόλυτα σίγουρος πως ήταν αυτή, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη. Ένιωσε πάλι την καρδιά του να χτυπάει γρήγορα, το μυαλό του είχε σκαρφιστεί ήδη χιλιάδες τρόπους προσέγγισής της, τις οποίες το κορμί του αδυνατούσε να υλοποιήσει. Ο ήλιος τρεμόπαιξε μπρος στα μάτια του και προς στιγμή νόμιζε πως μαζί με το φως του χάθηκε και αυτή. Έτριψε τα μάτια του μη μπορώντας να πιστέψει αυτό που είδε, προσπάθησε πάλι να κοιτάξει προς τον ουρανό όντας σίγουρος πως θα πέρναγε κανένα σύννεφο. Πάλι όμως δεν μπόρεσε να αντέξει την υπερβολική λάμψη, καθησύχασε τον εαυτό του και την κοίταξε, δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Το ότι ίσως να έχανε και αυτή την ευκαιρία να της μιλήσει τον γέμισε θάρρος και με αποφασιστικότητα προχώρησε προς το μέρος της.

  Φτάνοντας δίπλα της άρχισε να της μιλάει. Τα λόγια του δεν μπορούσε ο ίδιος να τα ακούσει και δεν έβρισκαν καμιά ανταπόκριση. Η φιγούρα της γυναίκας ξαφνικά γύρισε προς το μέρος του, η ομορφιά της τον θάμπωσε. Προσπάθησε να αγγίξει το πρόσωπο της. Ακουμπώντας το χέρι του επάνω της η φιγούρα διαλύθηκε αφήνοντας πίσω ένα παράξενο φωτεινό κομφετί. Ο προβολέας του ήλιου έσβησε και πυκνά σύννεφα πήραν την θέση τους στον ουρανό. Άρχισε να βρέχει, ήρεμα στην αρχή και ύστερα πιο πολύ, η όξινη βροχή είχε επιστρέψει. Ο Λάρι έμεινε στο ίδιο σημείο μουσκεμένος και απογοητευμένος κοιτάζοντας την αστρόσκονη που άφησε πίσω το σώμα της να διαλύετε μαζί  με το χέρι του.

  Πίσω από τον θόλο οι επιστήμονες επανεκκίνησαν το πρόγραμμα, όλοι είχαν μπει στην θέση τους, η βροχή έμπαινε από το άνοιγμα. Ένας καινούργιος Λάρι από το απόθεμα ανθρώπων με τον αριθμό 33 ήδη ετοιμαζόταν. Εμφύτευσαν τις τροποποιημένες μνήμες, στο κεφάλι του και τον τοποθέτησαν στο σπίτι του, πίσω από το παράθυρο.  Ήταν πλέον πολύ κοντά στο να βρουν έναν τρόπο ανοσίας στα οδυνηρά αποτελέσματα της όξινης βροχής, ήταν πολύ κοντά στο να ξαναβγούν στον αληθινό κόσμο.

Σχόλια

Τα καλύτερα